Η αντίθεση της οικολογίας και του πράσινου κινήματος στον υπερκαταναλωτισμό, είναι γνωστή σε όλους. Λιγότερο γνωστή είναι ίσως η εξίσου ισχυρή πράσινη αντίθεση και στη λογική των πακέτων λιτότητας, που κατεδαφίζουν μεγάλο μέρος της οικονομίας για να επιβάλουν ένα κυνήγι της ανάπτυξης με κάθε τίμημα: ενδεικτικά η Παγκόσμια Χάρτα των Πράσινων απαιτεί διάλυση του ΔΝΤ ή ριζική μεταρρύθμισή του, ενώ οργανώσεις «υπεράνω πάσης υποψίας» όπως το WWF έχουν καταγράψει αναλυτικά τις βαριές περιβαλλοντικές εκπτώσεις των Μνημονίων σε όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο.

Ακριβώς γι’ αυτό, η επαναδιαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους δανειστές, εύλογα ενδιέφερε και τον οικολογικό χώρο.

Η αφετηρία και η κατάληξη

Αρχές Ιανουαρίου του 2015, η κρίση στην Ελλάδα συμπλήρωνε ήδη πενταετία.

  • Το πολιτικό σύστημα είχε σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει, με τα «αστικά» κόμματα αποκομμένα από το 60% του εκλογικού σώματος, την Αριστερά να καλύπτει βιαστικά το κενό, αλλά και την κοινωνία να αδυνατεί να φέρει στο προσκήνιο πραγματικά νέα σχήματα και νέες πολιτικές προτάσεις.
  • Η απώλεια αξιοπιστίας και ισχύος των παραδοσιακών ελίτ στην οικονομία και τον πολιτισμό, ελάχιστα είχε ανοίξει το δρόμο για νέες δημιουργικές δυνάμεις.
  • Στο οικονομικό πεδίο το 1ο και το 2ο Μνημόνιο, σωρευτικά με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, οδηγούσαν σε απαίτηση για σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 5% επί 20ετία, αλλά και για συμπίεση των πρωτογενών δημόσιων δαπανών σε επίπεδα ανάμεσα στα χαμηλότερα παγκοσμίως. Ο Ι.Στουρνάρας, από το βήμα του 2ου Ελληνοκινεζικού Συνεδρίου στις 18.9.2012 είχε καυχηθεί ότι η Ελλάδα «θα καταστεί διεθνώς μια εκ των χωρών με το μικρότερο ποσοστό δημόσιων δαπανών ως ποσοστό του Α.Ε.Π.»
  • Με δεδομένο ότι καμιά χώρα της ευρωζώνης δεν έχει πετύχει τέτοιες επιδόσεις ούτε καν για ένα χρόνο, οι δεσμεύσεις αυτές αποτελούσαν μάλλον οδικό χάρτη εξόδου από το ευρώ παρά εργαλείο σύγκλισης με την υπόλοιπη ευρωζώνη.
  • Επιπλέον, η εφαρμογή τους είχε εκτροχιαστεί ήδη επί κυβέρνησης Σαμαρά: παρά την καλή χρονιά στον τουρισμό, στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2014 είχαμε απόκλιση 2 δις ευρώ, με πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 0,4% του ΑΕΠ έναντι δεσμευτικού στόχου τουλάχιστον 1,5%.

 

Μια ουσιαστική λοιπόν επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων, αποτελούσε απαραίτητο όρο για να ανασάνει η χώρα και να αποκτήσει στοιχειωδώς βιώσιμη προοπτική.

Πολύ σύντομα, όμως, αντί για ανατροπή ή για χαλάρωση, φθάσαμε σε ένα επιπρόσθετο 3ο Μνημόνιο με ακόμη πιο ασφυκτικούς όρους. Πρακτικά η Ελλάδα βρίσκεται πλέον πολύ εγγύτερα στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το 1989-90 είχε εξαερωθεί κάπου 50% της προηγούμενης οικονομίας της χωρίς στη συνέχεια να ανακτηθεί, παρά στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Νότο που έχασε ένα 10-15%.

Η τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης κρίθηκε όντως από το συντριπτικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων που δεν άφησε περιθώρια για τίποτε καλύτερο. Ο συσχετισμός όμως αυτός διαμορφώθηκε καθοριστικά από μια σειρά στρατηγικές επιλογές της ελληνικής πλευράς, δρομολογημένες πολύ νωρίτερα, με αδιέξοδα ορατά ήδη από τότε.

1. Η απουσία σχεδίου για τη χώρα

Δεδομένου ότι η «ισχυρή Ελλάδα» των Σημίτη-Καραμανλή έχει αμετάκλητα καταρρεύσει από χρόνια, ζωτική προϋπόθεση για κάθε αλλαγή πορείας ήταν η κατάθεση ολοκληρωμένου εναλλακτικού σχεδίου για τη χώρα με συγκεκριμένες προτάσεις για δημοσιονομικά, φορολογική μεταρρύθμιση και φορολόγηση του πλούτου, διαρθρωτικές αλλαγές με διαφορετικό πρόσημο, παρεμβάσεις για ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος και προσιτό κόστος ζωής, αναπροσανατολισμό της πραγματικής οικονομίας, προτεραιότητες για την επαναδιαπραγμάτευση, αλλά και βασικές κατευθύνσεις ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Ένα τέτοιο σχέδιο, συζητημένο διεξοδικά με την κοινωνία, θα ήταν το καλύτερο ανάχωμα και στις πιέσεις για αδιέξοδη λιτότητα. Αν όχι τίποτε άλλο, το 2ο Μνημόνιο είχε αποτύχει ήδη επί Σαμαρά, ενώ ένα αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο της Αριστεράς θα διασφάλιζε (και για τους δανειστές) μια Ελλάδα με στοιχειώδη δημοσιονομική αυτοδυναμία, που δε θα ξαναζητούσε δανεικά για τρέχουσες δημόσιες δαπάνες.

Η απουσία τέτοιου σχεδίου αποτελούσε όμως στρατηγική επιλογή για το ΣΥΡΙΖΑ, που ήθελε να αποφύγει κάθε εσωτερική τριβή στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο: η εγχώρια Αριστερά αντιμετώπιζε παγίως τα Μνημόνια αποκλειστικά ως «επίθεση» (που απαιτεί κυρίως ενότητα και ισχυρό ΟΧΙ) και καθόλου ως «ομηρεία» που απαιτεί κυρίως εναλλακτικό σχέδιο. Κεντρική λοιπόν προτεραιότητά της ήταν να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση ψήφων προκειμένου να κερδίσει την εξουσία και να διαπραγματευθεί η ίδια με τους δανειστές, όχι να θεμελιώσει τη διαπραγμάτευση σε πραγματικά γερό έδαφος.

2. Η απουσία σχεδίου (και) για την Ευρώπη

 Στις ευρωεκλογές του 2014, λίγους μόνο μήνες πριν γίνει πρωθυπουργός στη χώρα μας, ο Αλ. Τσίπρας ήταν ο υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της Κομισιόν. Είχε εκεί την ευκαιρία να καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις για το «τι χρειάζεται να αλλάξει στην Ε.Ε. ώστε να πάψει να λειτουργεί ως μηχανή λιτότητας», να διεκδικήσει καταγραφεί ως δεύτερο  ανερχόμενο πανευρωπαίκό ρεύμα μετά τους ευρωσκεπτικιστές, να κερδίσει το σεβασμό των άλλων Ευρωπαίων ηγετών και να τους θέσει ο ίδιος τα δικά του πολιτικά διλήμματα, να βάλει υποθήκες για τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ΚΑΙ η Ευρώπη: Με δυό λόγια, να οικοδομήσει μεγάλο μέρος από το πολιτικό κεφάλαιο που θα χρειαζόταν λίγο αργότερα στη διαπραγμάτευση.

Αντί γι’ αυτό, αντιμετώπισε την ευρωπαίκή του υποψηφιότητα απλώς ως διεθνή τιμητική διάκριση για εσωτερική κατανάλωση, που του έδινε πρόσθετους πόντους στη διεκδίκηση της πρωτιάς στις ελληνικές κάλπες. Αντίθετα με τους Πράσινους, που είχαν να παρουσιάσουν ολοκληρωμένη δουλειά με συγκεκριμένες προτάσεις ριζικών αλλαγών για την Ευρώπη και την ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ο Αλ. Τσίπρας περιορίστηκαν σε ένα απλό μήνυμα καταγγελίας της λιτότητας. Πανευρωπαϊκά έμειναν έτσι στα ποσοστά του 2009, χωρίς να βάλουν καμιά απολύτως υποθήκη για τις ευρωπαϊκές μάχες που έρχονταν.

3. Η μονόπλευρη επικέντρωση στο χρέος

Το αίτημα για εκτεταμένη και μονομερή διαγραφή δημόσιου χρέους, παρουσιάστηκε ως η εναλλακτική λυτρωτική λύση απέναντι στα Μνημόνια και την εξάρτηση από τους δανειστές. Παραγνωρίζοντας ότι σε μνημόνια είχαν εγκλωβιστεί και χώρες με πολύ χαμηλότερο χρέος, απέκτησε ισχυρή συμβολική φόρτιση και ανάλογη προτεραιότητα στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς». Πρακτικά η προοπτική για κούρεμα εστιαζόταν στο μνημονιακό χρέος προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς το ΔΝΤ εμφανιζόταν ως βασικός δυνητικός σύμμαχος στην προσπάθεια κουρέματος, η Ευρ. Κεντρική Τράπεζα ήταν η μόνη που κρατούσε στη ζωή τις ελληνικές τράπεζες, ενώ τα ομόλογα των ιδιωτών δανειστών είχαν ήδη κουρευτεί με το PSI. Μονομερής όμως διαγραφή του συγκεκριμένου χρέους, θα είχε τις πιο βαριές επιπτώσεις στις ασθενέστερες χώρες: Ισπανία και Ιταλία θα βρίσκονταν αναγκασμένες να ζητήσουν κι αυτές μνημόνια, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη χώρες πολύ φτωχότερες από την Ελλάδα θα πλήρωναν για τη δική μας ανάκαμψη. Επιπλέον, το αίτημα αφορούσε δάνεια που δε θα άρχιζαν να αποπληρώνονται πριν το … 2022. Πρακτικά, λοιπόν, θα ήταν ο τέλειος τρόπος να συνασπίσουμε όλη την Ευρώπη εναντίον μας χωρίς το παραμικρό άμεσο όφελος στην αμφισβήτηση της λιτότητας.

Ακριβώς γι’ αυτό, το επίσημο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε μια (θολή) Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος και όχι μονομερή ονομαστική διαγραφή. Τελικά το θέμα του χρέους κατέληξε να τεθεί μόνο ως σύνθημα και διαπραγματευτικό χαρτί, και να αποσυρθεί άτακτα ήδη με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου όπου προβλέπονταν «κατάλληλα πλεονάσματα» για το σύνολο του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στην ατζέντα παραμένει πια μόνο η απλή ελάφρυνση, με επιμήκυνση αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων.

Έτσι όμως αχρηστεύτηκε και η μόνη ευκαιρία να διεκδικηθεί, ως πάγιος ευρωπαίκός θεσμός, μια περιοδική αποτίμηση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης ανά χώρα και ως σύνολο, με αφετηρία το επόμενο ευρωκοινοβούλιο του 2019 (αρκετά έγκαιρα για να προλάβουμε το 2022): σε μια τέτοια θεσμική αποτίμηση, κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις θα μπορούσαν να διεκδικηθούν ως ισότιμες με τις χρηματοοικονομικές.

4. Η υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική και η βασική ελληνική αντίφαση

Από τα ισχυρότερα ελληνικά επιχειρήματα στην αρχή της διαπραγμάτευσης, ήταν η υφεσιακή διάσταση του 1ου και του 2ου μνημονίου: οδηγώντας την οικονομία σε συρρίκνωση, τα μέτρα υπονόμευαν τους πόρους που θα χρηματοδοτούσαν (και) την εξυπηρέτηση των δανείων. Η επιλογή όμως για εξαντλητική πολύμηνη διαπραγμάτευση με χρηματοδότηση της χώρας και των δανειακών υποχρεώσεών της αποκλειστικά από εγχώριους πόρους, οδηγούσε σε άτυπη «στάση πληρωμών» στις υποχρεώσεις του κράτους στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σε δέσμευση των αποθεματικών των δημόσιων οργανισμών. Και τα δύο έφερναν στην οικονομία επιπρόσθετη και εντεινόμενη ύφεση, με ελληνική πια υπογραφή.

Μια τέτοια υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική υπογράμμιζε την υποτιθέμενη αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς, ταυτόχρονα όμως καταβαράθρωνε την αξιοπιστία του πειστικότερου επιχειρήματός της. Παράλληλα άνοιγε επιπλέον «μαύρες τρύπες» στα δημόσια οικονομικά, που οδηγούσαν κατευθείαν σε νέα δάνεια (εκ των πραγμάτων, από τους ίδιους δανειστές), άρα και σε επιπλέον μέτρα.

5. Η αντιμνημονιακή πλειοδοσία, το έλλειμμα πολιτικού διαλόγου και οι επικοινωνιακές προτεραιότητες 

Το ζήτημα του χρέους είναι διαφωτιστικό, για το πώς η στρατηγική της   αντιμνημονιακής πλειοδοσίας κατέληγε να ισχυροποιεί τους υποστηρικτές των Μνημονίων και τους δανειστές

Η διαχρονική όμως επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει τη στρατηγική του ακριβώς σε αυτή την πλειοδοσία, είχε σοβαρότατο παράπλευρο τίμημα:

  • Συσκότισε το διάλογο για το ευρώ και τη δραχμή αποσιωπώντας ότι, σε όλη την ιστορία του ΔΝΤ και των προγραμμάτων λιτότητας, τα εθνικά νομίσματα υπήρξαν πάντα μνημονιακό εργαλείο για βίαιη υποτίμηση μισθών, συντάξεων και μικρών αποταμιεύσεων. Στη σημερινή λοιπόν συγκυρία, επιστροφή στη δραχμή (την οποία πρότεινε άλλωστε ανοιχτά ο Σόιμπλε με παράλληλη διαγραφή χρέους) δε θα ήταν λύτρωση από τους δανειστές, αλλά επιπρόσθετο μνημόνιο με πολλαπλασιαστικές συνέπειες. Αν όλα αυτά αποσιωπήθηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 2015, ήταν επειδή η εσωτερική συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ (και του αντιμνημονιακού μετώπου) μπορούσε να αντέξει μια επιλογή υπέρ του ευρώ ως δείγμα μετριοπάθειας και «ευρωπαϊσμού», όχι όμως και μια καταλυτική κριτική στις βλέψεις για εθνικό νόμισμα.
  • Έστειλε στα αζήτητα την κρίσιμη συζήτηση για τον ουσιαστικό χαρακτήρα των Μνημονίων («μηχανισμός εξυγίανσης» ή απλή κρεατομηχανή;), χαρίζοντας έτσι στο μνημονιακό στρατόπεδο πλήθος κόσμου που αναζητούσε πρόγραμμα αλλαγών και που ανεχόταν το Μνημόνιο μόνο ελλείψει άλλης πρότασης.
  • Άφησε εκτός πολιτικού διαλόγου τα υπέρογκα πλεονάσματα που απαιτούσαν το 2ο Μνημόνιο και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, και κυρίως το χαρακτήρα τους ως οδικού χάρτη εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη: και μόνο η επισήμανση αυτή, αρκούσε να τινάξει εξαρχής στον αέρα όλη την επιχειρηματολογία των Σαμαρά-Βενιζέλου ότι η πολιτική τους «διασφάλιζε τουλάχιστον την παραμονή στο ευρώ».
  • Με ανάλογο σκεπτικό αφέθηκε στη σκιά και η πλήρης αποτυχία της κυβέρνησης Σαμαρά στο μεταβατικό στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014, αποτυχία που ήταν και η κύρια αιτία επίσπευσης των εκλογών.
  • Όλα αυτά όμως απέκλεισαν και τη δυνατότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προβάλει στο ακροατήριό της, ως σημαντική νίκη, μια συμφωνία για σημαντικά χαμηλότερα πλεονάσματα τα επόμενα έστω χρόνια.
  • Με τον ίδιο τρόπο έγινε πολιτικά αδύνατο ένα συμβιβαστικό κλείσιμο της 5ης αξιολόγησης, όπου η Ελλάδα δε διεκδίκησε ποτέ το μέρος της δόσης που αντιστοιχούσε σε όσα από τα μέτρα είχαν ήδη ληφθεί από την κυβέρνηση Σαμαρά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δε σκόπευε να αναιρέσει.
  • Οι ίδιοι υπολογισμοί (να μη δοθεί εικόνα πρόωρων «μνημονιακών υποχωρήσεων») έπαιξαν σίγουρα ρόλο και στη δημιουργική ασάφεια στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, ασάφεια που μεταφράστηκε στην πράξη ότι η Ελλάδα θα συνέχιζε να πληρώνει κανονικά τους πάντες χωρίς να χρηματοδοτείται από πουθενά.

 

Παράλληλα λοιπόν με τις διαβουλεύσεις για τους όρους της συμφωνίας, εξελισσόταν και η αγωνία της κυβέρνησης να διαχειριστεί τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει και να τις συμβιβάσει με τις καταστάσεις τύπου «ΚΑΙ Μνημόνιο ΚΑΙ Αριστερά» που ήδη ανέμενε. Επιλέχθηκε έτσι μια παράλληλη επικοινωνιακή προσπάθεια να αναδειχθεί η διαπραγμάτευση και ως θέαμα, στέλνοντας στους πολίτες με όλους τους δυνατούς τρόπους το ισχυρότερο δυνατό μήνυμα για το πόσο σκληρά αγωνιζόταν η κυβέρνηση. Στο βωμό της προσπάθειας αυτής, το κυβερνητικό επιτελείο φαίνεται ότι δε δίστασε να θυσιάσει κάποιες φορές και την ίδια την ουσία της διαπραγμάτευσης.

πατήστε εδώ για μέρος 2