Το δημοψήφισμα του Ιουλίου, ως παιχνίδι εξουσίας Στις αρχές Ιουνίου, το τοπίο φαινόταν να ξεκαθαρίζει.

Το δημοψήφισμα του Ιουλίου, ως παιχνίδι εξουσίας

Στις αρχές Ιουνίου, το τοπίο φαινόταν να ξεκαθαρίζει.

  • Η ελληνική πλευρά αντιμετώπιζε ήδη συνθήκες ασφυξίας από την υφεσιακή διαπραγματευτική της στρατηγική, ενώ η ευρωζώνη και οι χρηματαγορές είχαν αναλύσει τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου grexit χωρίς να τις βρίσκουν τελείως απαγορευτικές.
  • Οι σχεδιασμοί της και οι επόμενες κινήσεις κάθε φοράς ήταν για τους δανειστές «ανοιχτό βιβλίο», καθώς ο επικεφαλής διαπραγματευτής Γ. Βαρουφάκης δημοσίευε  επί χρόνια σε εκατοντάδες άρθρα και κεφάλαια βιβλίων όλες τις σκέψεις του για κάθε πλευρά της διαπραγματευτικής στρατηγικής.
  • Η κυβέρνηση δεν είχε καταφέρει να εμπνεύσει σχεδόν κανένα σεβασμό εκτός συνόρων, πέρα από τα στενά όρια της αριστεράς: η στήριξη μιας αριστερής κυβέρνησης σε σύμμαχο με άρωμα ακροδεξιάς όπως οι ΑΝΕΛ φαινόταν παρά φύση, ενώ οι υφεσιακές επιλογές και η έλλειψη ορατού σχεδίου υπονόμευαν την αξιοπιστία της κυβέρνησης και στο δημοσιονομικό πεδίο.

 

Στο σημείο αυτό, αντιστρέφοντας το ελληνικό επιχείρημα ότι οι τελικοί όροι μιας  συμφωνίας όφειλαν να μη θέτουν σε κίνδυνο την κυβερνητική συνοχή στην Αθήνα, φαίνεται ότι επικράτησε στους κόλπους των δανειστών η μικροκομματική και επικίνδυνη επιλογή να χρησιμοποιηθεί η διαπραγμάτευση ως μοχλός για «περιορισμένη ανασύνθεση» της ελληνικής κυβέρνησης: η επιβολή μιας συμφωνίας μη αποδεκτής από την Αριστερή  Πλατφόρμα και/ή τους ΑΝΕΛ γινόταν για τους δανειστές ακόμη πιο ελκυστική, καθώς θα συνδυαζόταν με την αναγκαστική είσοδο στην κυβέρνηση εφεδρειών από το Ευρ. Σοσιαλιστικό Κόμμα (Ποτάμι και/ή ΠΑΣΟΚ) προκειμένου να αναπληρωθούν οι κυβερνητικές απώλειες στη Βουλή. Άλλωστε υπήρχε το προηγούμενο του 2012, με την αναίμακτη ανατροπή του ΓΑΠ στην Ελλάδα και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία: επρόκειτο όμως για ήδη απαξιωμένες κυβερνήσεις χωρίς κοινωνική στήριξη, και όχι για φρεσκοεκλεγμένη κυβέρνηση 6μήνου με απαξιωμένους όλους τους αντιπάλους της στο εσωτερικό. Οι μικροκομματικοί  υπολογισμοί των δανειστών φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόρριψη της (εξαιρετικά υποχωρητικής) πρότασης που κατέθεσε ο Τσίπρας στα μέσα Ιουνίου.

Η παρέλευση του 4μηνου που είχε τεθεί από όλες τις πλευρές ως τελική προθεσμία για μια συμφωνία, βρήκε την ελληνική κυβέρνηση σε απελπιστικό δίλημμα. Ή αποδεχόταν άμεσα όλους τους όρους των δανειστών τινάζοντας στον αέρα τη δική της συνοχή, ή αντιμετώπιζε άμεσο δίλημμα τι θα άφηνε απλήρωτο: μισθούς και συντάξεις, ή τις ληξιπρόθεσμες δόσεις ακόμη και προς την Ε.Κ.Τ., μόνη πηγή ρευστότητας για τις ήδη ημιθανείς ελληνικές τράπεζες. Και με αθέτηση όμως πληρωμών προς τους δανειστές το πρόβλημα θα ήταν κυρίως στην ελληνική πλευρά: αργά ή γρήγορα οι «θεσμοί» θα έπαιρναν τα χρήματά τους, ενώ η Ελλάδα όχι μόνο δε μπορούσε να προσβλέπει σε καλύτερη συμφωνία, αλλά θα περνούσε σε ακόμη βαρύτερη εξάρτηση από τους ίδιους δανειστές, καθώς δεν είχε άλλη πηγή χρηματοδότησης για το επιπλέον οικονομικό κόστος μιας ενδεχόμενης ρήξης.

Στο πλαίσιο αυτό η επιλογή Τσίπρα να αποσπάσει δυο ακόμη εβδομάδες διαπραγμάτευσης με το δημοψήφισμα, αποτελούσε καθαρή επιλογή υπέρ της δικής του πολιτικής αυτοσυντήρησης με κάθε τίμημα για την κοινωνία. Το πρόβλημα δεν ήταν η προσφυγή στο εκλογικό σώμα, αλλά ο εκπρόθεσμος χαρακτήρας της σε μια στιγμή που ο από κοινού συμφωνημένος χρόνος της διαπραγμάτευσης είχε ήδη λήξει και έμενε μόνο η ρήξη ή η αποδοχή του τελεσιγράφου των δανειστών. Στο Μαξίμου γνώριζαν πλήρως ότι το κουμπί για το κλείσιμο των  τραπεζών ήταν από πριν πατημένο (και μπορούσε να αναιρεθεί μόνο με πολιτική συμφωνία που δεν είχε προετοιμαστεί), καθώς και ότι δεν υπήρχε πιθανότητα καλύτερης συμφωνίας. Επιλέγοντας όμως μια «ρήξη στα μέτρα των δανειστών», έστελνε σαφές μήνυμα ότι παραμένει κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Ελλάδα και ότι οποιαδήποτε συμφωνία μπορούσε να κλειστεί μόνο με τον ίδιο. Ουσιαστικά επρόκειτο για δημοψήφισμα τύπου ΝτεΓκωλ και για καθαρό παιχνίδι εξουσίας σε βάρος της κοινωνίας και της χώρας.

Η κατάληξη είναι γνωστή: οι δανειστές αναγνώρισαν μεν την κυριαρχία Τσίπρα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά του επέβαλαν με παραδειγματική βιαιότητα τους πιο ασφυκτικούς ίσως όρους που έχουν ποτέ επιβληθεί σε ευρωπαϊκή χώρα. Αθροιστικά η συμφωνία είναι πολύ βαρύτερη από τα μέχρι τότε μνημόνια (που βρίσκονταν ήδη πέρα από τα όρια αντοχής της χώρας), η αμφισβήτησή της ελάχιστα μπορεί πια να αποδώσει,  το ενδεχόμενο ενός grexit βρίσκεται πολύ εγγύτερα από ό,τι το 2010 και το 2012, ενώ πιθανότατα είναι μικρότερη και η ικανότητα της χώρας να διαχειριστεί τέτοιο ενδεχόμενο.

Χαρακτηριστικό της δραματικής επιδείνωσης των συσχετισμών με το εκπρόθεσμο δημοψήφισμα, είναι ότι η απειλή για grexit αντιστράφηκε (από ελληνικό «όπλο» σε εξοντωτική πρόταση του ίδιου του Σόιμπλε) και ότι την αντέκρουσαν μόνο 3 χώρες – Γαλλία, Ιταλία και Κύπρος – όλες για δικά τους ζωτικά συμφέροντα και μόνο με τον όρο να εξευμενίσει πλήρως η Ελλάδα τους δανειστές της.

Ακόμη χειρότερη ήταν όμως η τύχη του «δημοκρατικού επιχειρήματος» που προσπάθησε να επικαλεστεί ο πρωθυπουργός. Σε θέματα όπου εμπλέκονται (τουλάχιστον με οικονομικούς τους πόρους) και άλλες χώρες, ελάχιστη πειστικότητα μπορεί να έχει το αίτημα για επιβολή της δημοκρατικής επιλογής των πολιτών μιας μόνο  από αυτές: σε αντιπαραθέσεις χώρας εναντίον χώρας, κερδίζει εξ ορισμού η ισχυρότερη. Η πραγματική ευκαιρία για ισχυρό «δημοκρατικό επιχείρημα» είχε χαθεί ένα χρόνο νωρίτερα, στις ευρωεκλογές του 2014 που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δει μόνο ως πρόκριμα  των ελληνικών εθνικών εκλογών και όχι ως στοίχημα για μια ισχυρή πανευρωπαϊκή αθροιστική άνοδο Αριστεράς και Πράσινων που θα άλλαζε πλήθος δεδομένα.

Είναι τραγικό ότι το ύψος των τελικών μέτρων ήταν βαρύτερο ακόμη και από τους όρους που θα είχαν διαμορφωθεί με μια κυβέρνηση πρόθυμη εξαρχής να αποδεχθεί τα πάντα. Τραγικότερο όμως είναι ότι, στην προσπάθειά της να σώσει κάποια τελευταία προσχήματα, η κυβέρνηση παρέδωσε αμαχητί τις προστατευόμενες φυσικές περιοχές στη βίαιη «αξιοποίηση» του Ταμείου Δημόσιας Περιουσίας και υπεράσπισε μέχρις εσχάτων την κρατική συμμετοχή στον απαρχαιωμένο λιγνίτη.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι και το χαμένο τους στοίχημα

Η ειρωνεία για τους Οικολόγους Πράσινους είναι ότι, με το ξέσπασμα της κρίσης, είχαν στοιχηματίσει σε εκείνα ακριβώς που έλειψαν τελικά από το ΣΥΡΙΖΑ:

  • Κατέθεσαν εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα, αντίστοιχο με κόμμα πολύ μεγαλύτερο από τα ποσοστά που τότε διεκδικούσαν.
  • Πρότειναν συγκεκριμένο πλαίσιο ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης του 1ου και 2ου Μνημονίου,  σε κατεύθυνση ριζικής αλλαγής της φιλοσοφίας τους.
  • Σε ευρωπαϊκό επίπεδο λειτούργησαν ως μέρος των Πράσινων, που επεξεργάστηκαν τις αναλυτικότερες και ριζοσπαστικότερες προτάσεις για άλλη Ευρώπη και άλλη ευρωζώνη.

 

Στη συνέχεια όμως η συγκυριακή εκλογική ήττα του Ιουνίου του 2012 έβγαλε στην επιφάνεια όλες τους τις αδυναμίες, και η μέχρι τότε δουλειά τους μπήκε στο περιθώριο.
Είναι μάταιο να κάνουμε υποθέσεις πώς θα ήταν τα πράγματα, αν οι Οικολόγοι Πράσινοι είχαν βρει το δρόμο να ανακάμψουν και ήταν αυτοί στη θέση των ΑΝΕΛ ως εταίροι μιας κυβερνητικής συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι, με την απόφαση για συμμετοχή στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, τον ιανουάριο του 2015, οι Οικολόγοι Πράσινοι προσυπέγραψαν ουσιαστικά τη (διαμετρικά αντίθετη από τη δική τους) στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαπραγμάτευση, στρατηγική που τελικά οδήγησε στο αδιέξοδο και τις συμφωνίες του περασμένου Ιουλίου.

Στηρίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ και συμμετέχοντας στην κοινοβουλευτική του ομάδα, οι Οικολόγοι Πράσινοι υπερψήφισαν τελικά τόσο το απαράδεκτο παιχνίδι εξουσίας με το δημοψήφισμα, όσο και την τελική συμφωνία του Ιουλίου. Η τελευταία αυτή ψήφος, αποτελούσε πάντως και έμμεση ανάληψη ευθύνης: οι επώδυνοι όροι ήταν καρπός μιας στρατηγικής που είχαν δυστυχώς προσυπογράψει και οι ίδιοι, όπως, άλλωστε και η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας μαζί και με όσους διαχωρίστηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια.

Τελείως όμως διαφορετική υπόθεση ήταν η εκ νέου υποστήριξη των Οικολόγων Πράσινων προς το ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου: Το να προσπαθείς να εξασφαλίσεις θέσεις εξουσίας με βάση την εμπιστοσύνη ενός άλλου πολιτικού αρχηγού, και όχι των πολιτών που θα αποτελούσαν το φυσικό σου ακροατήριο, κατά κανόνα αναπαράγει απλώς τα χειρότερα.

πατήστε εδώ για μέρος 1