Έχοντας εμπνεύσει σε μεγάλο βαθμό την πράσινη σκέψη, η δουλειά της πολιτικής οικονομολόγου Έλινορ Όστρομ επικεντρώνεται στην κατανόηση του τρόπου διαχείρισης πόρων και θεσμών με δημοκρατικό τρόπο. Μελετώντας πραγματικές εναλλακτικές στον κρατικό έλεγχο και την ανοιχτή αγορά, μας προτρέπει να διευρύνουμε την αντίληψή μας για το τι σημαίνει δημοκρατία.

Για να αποτρέψουμε τις καταστροφικές κλιματικές αλλαγές, ποιοι/ες πρέπει να δράσουν πρώτοι/ες: οι κυβερνήσεις, οι εταιρείες ή οι καταναλωτές από μόνοι τους; Έχει νόημα να προχωρήσει μια χώρα σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αν δεν κάνουν το ίδιο (και γρήγορα) και όλες οι άλλες χώρες; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ενθαρρύνουμε την ορθή διάδοση πληροφοριών, με τόσες απειλές από παντού: από τα φέικ νιούζ και την παρακμή της επαγγελματικής δημοσιογραφίας μέχρι την κρατική ή εταιρική λογοκρισία και την απώλεια της ιδιωτικής ζωής που προκαλεί ο καπιταλισμός της παρακολούθησης; Πώς μπορούμε να ενώσουμε καλύτερα την Ευρώπη; Με το να μεταφέρουμε περισσότερη εξουσία στο ομοσπονδιακό επίπεδο ή να είμαστε πιο ευέλικτοι και να δεχόμαστε περισσότερες «απαλλαγές» χωρών από συμφωνίες, που μπορεί να είναι είτε ένα αναγκαίο κακό ή και απρόσμενο καλό; Για να απαντήσουμε σε τέτοιες ερωτήσεις, στο επίκεντρο του πολιτικού ακροβολισμού των ημερών μας, υπάρχουν πολλά που μπορούμε να μάθουμε από την Έλινορ Όστρομ (1933-2012).

Το 2009, η Αμερικανίδα ερευνήτρια έγινε η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών «για την ανάλυσή της πάνω στην οικονομικής διακυβέρνηση, ειδικά των κοινών». Η Έλινορ, μαζί με τον σύζυγό της Βίνσεντ Όστρομ, έναν καθοριστικό μελετητή του νέο-θεσμισμού, χαρακτήριζε τον εαυτό της «πολιτική οικονομολόγο». Όπως επισημαίνει ο Ντέρεκ Ουώλ, ο συγγραφέας που βοήθησε να εδραιωθεί η Όστρομ ως «πράσινη θεωρητικός», στο βιβλίο του Κανόνες για Ριζοσπαστικούς της Έλινορ Όστρομ, η πολιτική οικονομία που πρεσβέυει διαφερει από τον σύνηθη τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον όρο. Αντί να μελετήσει την οικονομική ανάπτυξη, την δημοσιονομική πολιτική ή τους κρατικούς προυπολογισμούς,η Όστρομ επικεντρώθηκε στο πώς οι βοσκοί σε ένα Ελβετικό χωριό προστατεύουν την γη για βόσκιση, ή στο πώς οι κάτοικοι ενός χωριού στις ακτές τις Τουρκίας λύνουν τις διαφορές τους για το ψάρεμα. Η έρευνά της δεν εστιάζει μόνο σε μικρής κλίμακα· η Όστρομ επίσης μελετούσε τα παγκόσμια κοινά αγαθά, όπως το περιβάλλον ή το ίντερνετ. 

Ένα διακριτό χαρακτηριστικό των ερευνών της ήταν ο ασυμβίβαστος εμπειρισμός. Ο,τιδήποτε συμβαίνει και υφίσταται στην πράξη δεν μπορεί να κυρηχθεί αδύνατο από την θεωρία, ισχυριζόταν. Όταν ξεκίνησε να ερευνά τα κοινά αγαθά, η κυρίαρχη θεωρία ήταν ότι τα κοινά είναι καταδικασμένα να αποτύχουν, εφόσον οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως εγωιστές, ωθούμενοι από το ιδιωτικό συμφέρον ακόμα και εις βάρος των συνανθρώπων τους. Αν δεν υπάρχει τιμωρία για την κλοπή, είναι σίγουρο ότι θα προσπαθήσουν να κλέψουν.

Για να σιγουρευτούμε ότι θα τηρηθούν οι κανόνες, έχουμε ανάγκη είτε τον φόβο της τιμωρίας (κρατικός έλεγχος) είτε την υπόσχεση του κέρδους (κίνητρα της αγοράς ). Κι όμως, όπως παρατήρησε η Όστρομ, υπήρχαν πολλαπλά λειτουργικά παραδείγματα διαχείρησης κοινών αγαθών, τα οποία είχαν και μεγάλη διάρκεια ζωής. Πώς επιτεύχθηκε αυτό;

Μελετώντας δεκάδες κοινότητες δομημένες γύρω από διαφορετικούς τύπους κοινών, η Όστρομ ανέδειξε ένα σετ από οχτώ (ανεπίσημους) κανόνες που υπήρχαν στις περισσότερες περιπτώσεις επιτυχημένης διαχείρισης και απούσες σε προσπάθειες που είχαν αποτύχει. Οι άνθρωποι είναι όντως εγωιστές, όμως μπορούν να επικοινωνήσουν, να διαπραγματευτούν, να χτίσουν εμπιστοσύνη  —και, το πιο σημαντικό, να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Τα κοινά μπορεί να υποφέρουν από «κοινωνικά διλήμματα», αλλά δεν είναι καταδικασμένα από αυτά. Το να αγνοήσει κανείς το ρίσκο του οπορτουνισμού ή της εκμετάλλευσης από κάποιους/ες κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού μιας πολιτικής ή ενός θεσμού θα ήταν μυωπικό, αλλά το να αγνοήσει την ενδεχόμενη συνεργασία θα ήταν μακροπρόθεσμα ακόμα πιο καταστροφικό. Οι προηγούμενες δεκαετίες μεταρρυθμίσεων οι οποίες βασίζονται σε απλοϊκές εικασίες που θέλουν τους ανθρώπους να είναι «ορθολογικοί δρώντες» που νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους, μας έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη θεσμούς που δεν είναι καθόλου μα καθόλου ορθολογικοί.

Το κλίμα, το μέλλον της Ευρώπης και ο ψηφιακός κόσμος είναι μερικά από τα κεντρικά θέματα που απασχολούν τον πράσινο πολιτικό χώρο επί του παρόντος. Τόσο στις συνέπειες όσο και στις δυναμικές τους, είναι με διαφορετικούς τρόπους διλήμματα που αφορούν την δημοκρατία και με τα οποια πρέπει αυτή να καταπιαστεί. Εκεί που η προσέγγιση της Όστρομ μπορεί να μας φανεί πιο χρήσιμη είναι στη δημιουργία νέων προτάσεων για να ξεφύγουμε από αυτά τα διλήμματα συλλογικά.

Στο πεδίο της κλιματικής πολιτικής, η Όστρομ προέταξε μια πολυκεντρική προσέγγιση. Ο πολυκεντρισμός είναι μια μορφή κοινωνικής δομής που δεν εξαρτάται από την ενότητα της εξουσίας για τη συνοχή της. Υπάρχουν πολλές «ενότητες» οι οποίες είναι αυτόνομες, όμως λαμβάνουν τις άλλες υπόψιν και συνδέονται μεταξύ τους μέσω της συνεργασίας, του ανταγωνισμού, της αντιπαράθεσης και της επίλυσης των διαφορών. Συγκρίνοντάς τα με το αντίθετό τους, την μονοκεντρική ιεραρχία, τα πολυκεντρικά συστήματα μπορεί να φαίνονται κάπως «άτακτα». Κατά την Όστρομ, όμως, αυτές οι άτακτες δομές είναι πιο κατάλληλες για δημόσιες υπηρεσίες και αγαθά, την δημοκρατική έννομη τάξη και την παραγωγή επιστημονικής γνώσης.

Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την θέσπιση πολιτικών για το κλίμα; Η διαχείριση της κλιματικής κρίσης δεν είναι μια κατάσταση όπου ή το ένα ή το άλλο πράγμα είναι το σωστό: κυβερνήσεις ή πολίτες, εταιρείς ή καταναλωτές, παγκόσμιες συμφωνίες ή τοπικά πειράματα και μεταρρυθμίσεις . Οποιαδήποτε παγκόσμια λύση πρέπει να υποστηρίζεται από αλλαγές και στις τοπικές και περιφερειακές πολιτικές και στην ατομική συμπεριφορά: κάθε αλλαγή σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο πρέπει να βρίσκεται ενταγμένη σε ένα δίκτυο παγκόσμιας συνεργασίας, ούτως ώστε να αποφευχθούν τα «ελλείμματα». 

Η έρευνά της πάνω στα επιτυχημένα παραδείγματα διαχείρισης κοινών αγαθών οδήγησε την Όστρομ να φέρει στην επιφάνεια μια σημαντική πτυχή του θέματος: το γεγονός ότι πρέπει να επικεντρωθούμε όχι στο κόστος αλλά στα διαμοιρασμένα οφέλη από την πολυεπίπεδη μετάβαση σε ένα καινούργιο μοντέλο. Για ένα νοικοκυριό, το να γίνει πιο «πράσινο» μπορεί να σημαίνει λιγότερα έξοδα θέρμανσης· για μια πόλη, καθαρότερος αέρας και πιο υγιείς κάτοικοι· για ένα έθνος-κράτος, μικρότερη εξάρτηση σε εισαγωγές ενέργειας και προώθηση της καινοτομίας· για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια προοπτική να επανεφεύρει την περιφερειακή πολιτική συνοχή της και την περαιτέρω ενοποίηση και ευθυγράμμιση μεταξύ των κρατών-μελών της. Σε αντίθεση με περισπασμούς, τέτοια παράπλευρα κέρδη βρίσκονται στο κέντρο της προσπάθειας να γίνουν οι πολιτικές για το κλίμα πιο εφαρμόσιμες αλλά και πιο δημοκρατικές. Ειδάλλως, η κλιματική μετάβαση θα αντιμετωπιστεί μονάχα μέσα από την οπτική του κόστους, και η απραγεία «παρασιτικών» ομάδων συμφερόντων θα μπορούσε να αποτρέψει κάθε κίνητρο για αλλαγή. 

Τα πολυκεντρικά συστήματα είναι πιο ευέλικτα και έτσι μπορούν καλύτερα να προσαρμοστούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Έχουν υπάρξει δομικό χαρακτηριστικό του Αμερικανικού φεντεραλισμού. Και ενώ, όπως η Όστρομ έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα, ο σχεδιασμός βιώσιμων θεσμών έχει περισσότερο να κάνει με την εναρμόνιση τους με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο παρά με την απομίμιση αυτού που έχει δουλέψει κάπου αλλού, η ιδέα του πολυκεντρισμού μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε πιο καθαρά  ―και ίσως να εκτιμήσουμε— την Ευρωπαϊκή εμπειρία της ενοποίησης. 

Ενώ κάποτε θεωρούνταν ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας σε έναν δικτυωμένο κόσμο, σήμερα το ίντερνετ θεωρείται περισσότερο ότι θέτει σε κίνδυνο τις δημοκρατικές διαδικασίες.

Η προσέγγιση της Όστρομ μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στα πεδία της γνώσης και της πληροφόρησης, τα οποία αποτελούν κεντρικές προκλήσεις για τις δημοκρατίες του σήμερα. Τα συμπεράσματα που απορρέουν δεν είναι το ίδιο ξεκάθαρα όσο για την κλιματική πολιτική, αλλά τα θεωρητικά πλαίσια που υπάρχουν για να καταλάβουμε τα φυσικά κοινά και τα πολυκεντρικά συστήματα μπορούν να μας προσφέρουν μια νέα οπτική. Η γνώση ως κοινό αγαθό, γράφει η Όστρομ σε ένα κείμενο που συνέγραψε από κοινού με την Σάρλοτ Χες, είναι και αυτή ευάλωτη στις ίδιες απειλές όπως τα φυσικά κοινά αγαθά: την  εμπορευματοποίηση και τον αποκλεισμό, τη μόλυνση και την υποβάθμιση, και τη μη-βιωσιμότητα.

Είναι επίσης ευάλωτη σε αυτό που αποκαλείται «η τραγωδία των αντι-κοινών», τον «ζυγό» των υπέρμετρων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Από τη δεκαετία του 1990, η συζήτηση για το ίντερνετ έχει μετατραπεί αξιοσημείωτα. Ενώ κάποτε θεωρούνταν ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας σε έναν δικτυωμένο κόσμο, σήμερα το ίντερνετ θεωρείται περισσότερο ότι θέτει σε κίνδυνο τις δημοκρατικές διαδικασίες. Όμως για την Όστρομ, τα ψηφιακά κοινά αγαθά είναι ίσως η δημοκρατική εναλλακτική στις μονοκεντρικές ιεραρχίες (αυτό που πλέον αποκαλούμε «καπιταλισμό συνεχούς παρακολούθησης»). Τα ψηφιακά κοινά αγαθά πρέπει να είναι σωστά δομημένα και προστατευόμενα, με πολύ σημασία να δίνεται στις λεπτομέρειες. Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις. Ένα σημείο όμως, φαίνεται προφανές: είναι καλύτερο να θεσπίσουμε ένα λειτουργικό σύστημα επίλυσης διαφορών, παρά να προσπαθούμε να λύνουνε όλες τις διαφορές με ένα σύνολο συγκεκριμένων κανόνων.

Για την Όστρομ, τα κοινά δεν είναι μαγική λύση ή πάνακεια. Σε κάποιες περιπτώσεις, το κράτος ή η αγορά μπορεί πραγματικά να είναι πιο κατάλληλα να ανταποκριθούν. Επιπλέον, το αποτέλεσμα των κοινών μπορεί να είναι καλό ή κακό, βιώσιμο ή μη-βιώσιμο. Αλλά όλες/οι εμείς που πιστεύουμε ότι η αναγέννηση της δημοκρατίας ξεκινά με το πώς οργανώνεται η εργασία και η οικονομική δραστηριότητα, μπορούμε να βρούμε στην έρευνά της κάτι περισσότερο από ενθαρρυντικές ιστορίες. Θα βρούμε ένα σύνολο εργαλείων για να καταλάβουμε πώς να διαχειριστούμε τα κοινά αγαθά και γιατί κάποιες φορές τέτοιες προσπάθειες αποτυγχάνουν.