Απογοητευμένη από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που επέτρεψε την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, και έχοντας ως έμπνευση τις αρχαίες Ελληνικές πόλεις-κράτη, η πολιτική θεωρητικός Χάνα Άρεντ πίστευε ακράδαντα στην δύναμη της αμεσοδημοκρατίας να επιτρέψει και να ενθαρρύνει την πραγματική πολιτική ελευθερία. Παρά το ότι αυτό το μοντέλο φαίνεται να είναι πολύ μακρυά από τη σημερινή πραγματικότητα, η σκέψη της Αρέντ μπορεί να αναδείξει τρόπους αναζωογόνησης της δημοκρατίας, σε μια εποχή όπου υπάρχει διαβρωμένη εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς θεσμούς, αναζωπύρωση της ακροδεξιάς και φυσικά, οικολογική κατάρρευση.

Η Χάννα Άρεντ (1906-1975) υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, μια από τους πιο ενδιαφέρουσες στοχαστικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννημένη σε μια Γερμανο-εβραϊκή οικογένεια, η Ναζιστική θηριωδία ανάγκασε την Άρεντ να εγκαταλείψει την γενέτειρά της το 1933, συνεχίζοντας τις φιλοσοφικές σπουδές της και προσπαθώντας να κατανοήσει τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα της εποχής της. Χωρίς να μπορεί, προφανώς, να χαρακτηριστεί «πράσινη φιλόσοφος», ή ακόμα και να προοιωνίζεται την οικολογική σκέψη, η Άρεντ έχει, παρά ταύτα, επηρεάσει πολλούς ανθρώπους που ανήκουν στον Πράσινο πολιτικό χώρο. Η  δουλειά της πάνω στην συμμετοχή των πολιτών και την πολιτική ανυπακοή —σημαντικά στοιχεία της οικολογικής σκέψης και πρακτικής— θα μπορούσε να αποτελεί το έναυσμα για μια αναγκαία και επείγουσα συζήτηση για το ποιο είναι το μέλλον της δημοκρατίας σε έναν οικολογικά βιώσιμο πλανήτη. 

Η Άρεντ έβλεπε την συμμετοχή των πολιτών ως βασική προυπόθεση όχι μόνο για τη διαφύλαξη και την προώθηση του κοινού καλού, αλλά και της εκπλήρωσης του ατόμου ως ανθρώπινο ον. Η διατήρηση της δημοκρατίας ήταν συνεπώς βασισμένη στην διατήρηση της πολιτικής ελευθερίας, που μπορούσε να εξασφαλιστεί μονάχα με την άμεση συμμετοχή στα κοινά: το ανθρώπινο ον μεταμορφωμένο στο «πολιτικό ζώο» που πρέπει να είναι για να μπορέσει να εκπληρωθεί.

Είναι σημαντικό να διαχωρίσει κανείς το Αριστοτελικό παρακλάδι του δημοκρατισμού που ακολουθούσε η Άρεντ από το πιο δημοφιλές νεο-Ρωμαϊκό είδος. Ενώ το πρώτο θεωρεί την συμμετοχή εγγενώς καλή και κρατάει, συνεπώς, μια κριτική στάση απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το κράτος, το δεύτερο ισχυρίζεται ότι η πολιτική συμμετοχή είναι σημαντική, αλλά μόνο ως τρόπος για να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία από μια αυθαίρετη ή μη-ελεγχόμενη εξουσία, είτε αυτή βρίσκεται στους «άλλους» (άτομα/πολίτες, ομάδες, εταιρείες) είτε στο κράτος. Οι εφαρμογές της προσέγγισης της Άρεντ στη σημερινή πολιτική ζωή συνεπώς έχουν μια επιπλέον δυσκολία να αντιμετωπίσουν: το πόσο μακρυά βρίσκονται οι σημερινές κοινωνίες από την Αρχαία Ελληνική πόλη που τόσο θαύμαζε.   

Μια ακόμα πτυχή της φιλοσοφίας της Άρεντ για τη δημοκρατία είναι η πολιτική ανυπακοή. Για την Άρεντ, η απείθια κατά της αρχής ήταν ζήτημα πολιτικό, όχι θέμα συνείδησης ή ηθικής. Ήταν επικριτική απέναντι στον Χένρι Ντέιβιντ Θόρω, τον επιφανή Αμερικανό δοκιμιογράφο του 19ου αιώνα και υπέρμαχο της απείθιας κατά της αρχής: παρά το γεγονός ότι είχε καλούς λόγους για να αρνηθεί να πληρώσει τους φόρους του, και άρα να μην υπακούσει τον νόμο, τους πλήρωνε για λόγους ηθικής και συνείδησης. Όπως είπε ο ίδιος, ένας πολίτης «δεν θα πρέπει να παραδώσει την συνείδησή του στον νομοθέτη». Η Άρεντ απέρριπτε αυτή την προσέγγιση ως ατομικιστική. Η συνείδηση είναι «απολιτική», αντικατοπτρίζοντας τις πεποιθήσεις του καθενός και όχι ένα ενδιαφέρον για την κοινή δικαιοσύνη. Έχοντας ως προτεραιότητα την ατομική συνείδηση, ο Θόρω έκανε την ανυπακοή ένα θέμα ατομικό· η Άρεντ, από την άλλη, υποστήριζε ότι η πολιτική ανυπακοή πρέπει να είναι ζήτημα συλλογικό. 

Μη παραμένοντας ασύμβατες, αυτές οι δύο προσεγγίσεις της πολιτικής ανυπακοής μπορούν, φυσικά, να αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτή φαίνεται να είναι και η πραγματικότητα σε σύγχρονες πράξεις πολιτικής ανυπακοής με οικολογικό πρόσημο, όπως οι καταλήψεις ΖΑΔ (Zone to Defend, from the French, zone à défendre), όπου η συνειδητή ανυπακοή σημαίνει πολιτική ανυπακοή. Η αντίρρηση και η αντίθεση, είτε ως ζήτημα συνείδησης είτε ως κοινή πολιτική πράξη, γίνεται ένας τρόπος να ενωθούν οι πολίτες και να συνεργαστουν για έναν κοινό στόχο.

Βέβαια, όπως αποδέχεται και η Άρεντ, η πολιτική ανυπακοκή δεν αρκεί. Η υπεράσπιση και η προώθηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας απαιτεί επίσης αισιόδοξες πράξεις προς κάτι καλύτερο, και όχι μόνο πράξεις ενάντια σε κάτι. Αυτού του είδους η πολιτική συμμετοχή θα μπορούσε να υπηρετήσει δύο σκοπούς. Πρώτον: την συνειδητοποίηση από τον/την πολίτη της φύσης του/της ως «ζώον πολιτικόν», για να χρησιμοποιήσουμε τον Αριστοτελικό όρο. Και δεύτερον: μια υγιής έκφραση ενασχόλησης με το κοινό καλό που θα διασφαλίζει την ελευθερία που μοιραζόμαστε όλες/οι σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η συμμετοχή στα κοινά είναι, επομένως, και εκ φύσεως σημαντική από μόνη της και ως το κύριο εργαλείο για τη διασφάλιση της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Η Άρεντ δεν είναι μια καθοδηγήτρια που πρέπει να ακολουθείται τυφλά, όμως ο δημοκρατισμός της μπορεί να χρησιμεύσει ως έμπνευση για να αντιμετωπίσουμε τις πολλαπλές προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Οι πολίτες, κατά την Άρεντ, θα πρέπει να βγουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα και να δράσουν συλλογικά προς όφελος του κοινού καλού. Εκφράζουν την ιδιότητά τους ως πολίτες λαμβάνοντας μέρος στην vita activa, την ενεργή ζωή, και μέσα από την εμπλοκή τους σε διαβουλεύσεις για το τι είναι καλύτερο για την κοινωνία τους. Η συμμετοχή μπορεί να πάρει πολλές και διάφορες μορφές, όπως για παράδειγμα, με το να είναι ενεργοί στην κοινωνία των πολιτών, σε οργανισμούς, θεσμούς και συλλογικότητες. Παρά το γεγονός ότι η Άρεντ ήταν ίσως πολύ αυστηρή στη διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, και σίγουρα προτιμούσε την αμεσοδημοκρατία από την αντιπροσωπευτική μορφή της, η θεώρησή της μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για το πώς μπορούμε να εμπλουτίσουμε και να βελτιώσουμε την δημοκρατία και την αντιπροσώπευση. 

Ποια στοιχεία του έργου της Άρεντ είναι χρήσιμα εν έτει 2021, γεμάτο όπως είναι με πολυεπίπεδες  οικολογικές, κοινωνικές, υγειονομικές και δημοκρατικές κρίσεις; Η Άρεντ θαύμαζε την Ελληνική πόλη-κράτος και την αμεσοδημοκρατία της, όμως είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο να εγκαταλείψουμε το κράτος και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία; Σήμερα, ένα τέτοιο σενάριο μοιάζει να απέχει λίγο από μια υποθετική ακαδημαϊκή άσκηση. Βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται και ότι πρέπει να μην επανεξετάσουμε εις βάθος πώς δουλεύει η αντιπροσώπευση, και πώς η συμμετοχή των πολιτών μπορεί να βελτιωθεί και διευρυνθεί.

Παρά τον σκεπτικισμό της Άρεντ, το κράτος παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ανάγκης για περισσότερη δημοκρατία και συμμετοχικότητα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα καίριο κατά τη διάρκεια της οικολογικής κατάρρευσης, όπου ο συντονισμός σε ένα επίπεδο πέραν του τοπικού είναι ζωτικής σημασίας. Το κράτος είναι επίσης αναγκαίο για να αποδομήσει τα συστημικά εμπόδια στην συμμετοχή και για να ενδυναμώνει τους πολίτες δημιουργώντας ανοιχτούς διαύλους διαβούλευσης και προσφέροντας εκπαίδευση και πόρους.

Υπάρχει τουλάχιστον ένας δρόμος ο οποίος προσφέρει έναν τρόπο να συμφιλιώσουμε και την αμεσοδημοκρατία με την αντιπροσωπευτική της μορφή και τις δημόσιες με τις ιδιωτικές υποθέσεις: οι συνελεύσεις πολιτών. Αυτές οι συνελεύσεις μπορούν να είναι είτε ένας σταθερός θεσμός ο οποίος συνεργάζεται με τη βουλή των εκλεγμένων αντιπροσώπων, είτε μία εφάπαξ άσκηση με συγκεκριμένους στόχους και επιδιώξεις. Οι συμμετέχοντες/ουσες διαλέγονται κατά τύχη, κάπως όπως γινόταν η διαλογή με κλήρο στην αγαπημένη για την Άρέντ Αρχαία Ελλάδα. 

Μια σειρά από ερωτήματα τίθενται όταν θέλουμε προσδιορίσουμε την μορφή των συνελεύσεων: εάν είναι σταθερές ή επαναλαμβανόμενες, για πόσο καιρό πρέπει να διαρκεί η εξουσιοδότηση τους; Εάν είναι προσωρινές με συγκεκριμένο στόχο, ποιος έχει το δικαίωμα να ξεκινήσει τη διαδικασία για τη δημιουργία μιας συνέλευσης: μονάχα το κράτος ή και οι πολίτες; Και, το πιο σημαντικό από όλα, τι βαθμός εξουσίας πρέπει να δοθεί στις συνελεύσεις; Θα πρέπει να μπορούν να νομοθετούν, να προτείνουν ή να απορρίπτουν υπουργούς, ή και να διαχειρίζονται μέρος του δημόσιου προυπολογισμού; Όλες αυτές οι ερωτήσεις φέρνου στο προσκήνιο την ευελιξία του όρου. Οι συνελεύσεις πολιτών προσφέρουν έναν τρόπο οι πολίτες να έρθουν κοντά για να συναποφασίσουν για μια σειρά από ζητήματα. Ουσιαστικά, είναι ένα βαθύ δημοκρατικό εργαλείο και υπόσχονται να ενδυναμώσουν την δημοκρατία, τη συμμετοχή και την πολιτική αγωγή.

Ξεπερνώντας τον διαχωρισμό μεταξυ δημόσιου και ιδιωτικού, τέτοιου είδους συνελεύσεις θα μπορούσαν να δώσουν στους πολίτες έναν χώρο για να ανακαλύψουν ότι τα ιδιωτικά συμφέροντα μπορεί να είναι και κοινά, να βρουν τρόπους να τα διευθετήσουν και να αντιμετωπίσουν προβλήματα που σέβονται τόσο την ιδιωτική, όσο και τη δημόσια φύση τους. Παρά το γεγονός ότι οι συνελεύσεις πολιτών δεν θα απαντούσαν πλήρως στο αίτημα της Άρεντ για αμεσοδημοκρατία, έχουν δυνητικά την προοπτικη να ενδυναμώσουν και να εμβαθύνουν ουσιαστικά τη συμμετοχικότητα. Η Άρεντ δεν είναι μια καθοδηγήτρια που πρέπει να ακολουθείται τυφλά, όμως ο δημοκρατισμός της μπορεί να χρησιμεύσει ως έμπνευση για να αντιμετωπίσουμε τις πολλαπλές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Έχοντας μπροστά μας δημοκρατικά συστήματα που παραπαίουν παράλληλα με την οικολογική κατάρρευση, το να αυξήσουμε τη συμμετοχή και να ενδυναμώσουμε τους πολίτες είναι μια απόφαση καίριας σημασίας για  να διατηρήσουμε την ελευθερία και να υπερασπίσουμε το κοινό καλό.