Με τον πληθωρισμό να αυξάνεται και την ενεργειακή ασφάλεια υπό απειλή, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την τέλεια καταιγίδα καθώς επιδιώκουν να εξισορροπήσουν το κόστος ζωής, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους κλιματικούς στόχους. Ο κίνδυνος είναι μήπως οι κυβερνήσεις εγκαταλείψουν τη σοβαρή ρηξικέλευθη κλιματική πολιτική και επιλέξουν βραχυπρόθεσμα συστήματα αποζημίωσης ενώ προσπαθούν να μειώσουν τις τιμές της ενέργειας. Αυτό παραβλέπει ότι μια επιτυχημένη ενεργειακή μετάβαση απαιτεί υψηλές τιμές ορυκτών καυσίμων. Ο Ιγκόρ Ματουτίνοβιτς (Igor Matutinović) υποστηρίζει την άμεση κρατική ενίσχυση για το κόστος θέρμανσης, ψύξης και διατροφής ως έναν τρόπο οι κυβερνήσεις να προστατεύσουν τα νοικοκυριά, χωρίς να θυσιάζεται η μετατόπιση σε μια πιο πράσινη οικονομία. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει έναν άνευ προηγουμένου συνδυασμό απότομης αύξησης των τιμών και κινδύνων για την ενεργειακή ασφάλεια. Ενώ οι τιμές του πετρελαίου κατέρρευσαν τους πρώτους μήνες της πανδημίας το 2020, αυξάνονται σταθερά από τον Απρίλιο του 2020, ως συνέπεια των περικοπών της παραγωγής από τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ), και της, από τον Μάρτιο του 2021, αισιοδοξίας σχετικά με το τέλος της πανδημίας. Οι τιμές του φυσικού αερίου ακολούθησαν το παράδειγμά τους. 

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε την τέλεια καταιγίδα και ώθησε τις τιμές των ορυκτών καυσίμων ακόμη υψηλότερα, ειδικά στην Ευρώπη. Οι απότομες αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου εξαπλώθηκαν σε όλους τους οικονομικούς τομείς, ενώ η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου χτύπησε ιδιαίτερα σκληρά την παραγωγή τροφίμων. Οι τιμές της βενζίνης στην Ε.Ε. αυξήθηκαν περισσότερο από 50 τοις εκατό από το 2021 ανεβάζοντας στα ύψη τα προσωπικά και επαγγελματικά κόστη μεταφοράς. Οι μέσοι, από Ιούνιο σε Ιούνιο, οικιακοί λογαριασμοί ηλεκτρισμού σημείωσαν αύξηση κατά 42 τοις εκατό, ενώ οι λογαριασμοί αερίου αυξήθηκαν εντυπωσιακά κατά 83 τοις εκατό. Συνολικά, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έτρεχε με τιμή ρεκόρ 8,6 τοις εκατό τον Ιούνιο. 

Η Ρωσία αποτελεί σημαντικό προμηθευτή πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ε.Ε. Το 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε 155 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου από τη Ρωσία, που αντιπροσωπεύει περίπου το 45 τοις εκατό των εισαγωγών αερίου στην Ε.Ε και σχεδόν το 40 τοις εκατό της συνολικής κατανάλωσης αερίου. Πριν από την κρίση στην Ουκρανία, η Ρωσία προμήθευε περισσότερο από το ένα τέταρτο του πετρελαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οι προμήθειες πλέον βρίσκονται υπό διπλή πίεση, τόσο από τις κυρώσεις της Ε.Ε. όσο και από τα πιθανά ρωσικά αντίποινα στις προμήθειες. Το NATO (Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου) έχει εκτιμήσει ότι η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια. 

Η απεξάρτηση από τις προμήθειες ρωσικών ορυκτών καυσίμων και η ταυτόχρονη διασφάλιση μιας ανεμπόδιστης ροής ενέργειας αντιπροσωπεύει μια σημαντική στρατηγική πρόκληση για την ενεργειακή ασφάλεια της Ε.Ε. Ως προσωρινή απάντηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο REPowerEU, το οποίο έχει στόχο τη σταδιακή εξάλειψη όλων των ρωσικών ορυκτών καυσίμων έως το 2027. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί ο άνθρακας ως βραχυπρόθεσμο υποκατάστατο του ρωσικού αερίου. Ό,τι κι αν συμβεί, η πίεση στις τιμές του αερίου και του ηλεκτρισμού πιθανότατα θα παραμείνουν υψηλές στην Ε.Ε., ακόμη κι αν οι τιμές στο παγκόσμιο εμπόριο αρχίζουν να πέφτουν (όπως δείχνουν οι αποκλίνουσες πορείες των τιμών του αερίου στις Η.Π.Α. και στην Ε.Ε.).1 

Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν παρέμβει στην ενεργειακή αγορά με διάφορα μέτρα, όπως με περικοπές της ενεργειακής φορολογίας, χρηματικές ενισχύσεις των νοικοκυριών, επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ενέργειας και αερίου, και με έναν έκτακτο φόρο στα ενεργειακά κέρδη. Η επιβολή ανώτατων τιμών στη βενζίνη ή η ελάττωση των φόρων καυσίμου ήταν έναν ευρέως διαδεδομένο μέτρο για την τεχνητή μείωση του κόστους στην αντλία. Ωστόσο, ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιρλανδία, και η Γαλλία ακολούθησαν μια πιο διορατική πολιτική μειώνοντας τις τιμές των μέσων μεταφοράς ώστε να τα κάνουν ελκυστικά. 

Σε μια οικονομία της αγοράς, εξ’ ορισμού, οι υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων αποτελούν τους κύριους φορείς για αλλαγή χρήσης της ενέργειας και απεξάρτηση από τον άνθρακα.

Για να επιβραδύνει γενικότερα τον πληθωρισμό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έθεσε τέλος στην αγορά καθαρών στοιχείων ενεργητικού την 1η Ιουλίου, και αύξησε τα τρία βασικά επιτόκιά της κατά 50 σημεία βάσης από 0,5 τοις εκατό σε 0 τοις εκατό, την 21η Ιουλίου. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτή η κλασική, τυπική προσέγγιση μπορεί να βλάψει παρά να ωφελήσει την οικονομία και την κοινωνία. 

Τι είναι αυτό που διακρίνει αυτήν την άνοδο στις τιμές της ενέργειας και την πληθωριστική πίεση από παρόμοια γεγονότα του παρελθόντος; Ανεξάρτητα από την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, φαίνεται ότι κύριο μέλημα των φορέων χάραξης πολιτικής είναι να ξεπεράσουν αυτήν τη μεταβατική περίοδο υψηλών τιμών μέχρι αυτές να σταθεροποιηθούν, έτσι ώστε να επιστρέψουν στον πρωταρχικό καθήκον τους για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, πράσινης ή άλλης. Αλλά πέρα από τις βραχυπρόθεσμες θεραπείες, προβάλλει ένα μεγάλο ερώτημα: θα μπορούσε αυτή η ενεργειακή κρίση να αποτελέσει μια ευκαιρία για την επιτάχυνση της ενεργειακή μετάβασης της Ε.Ε. και άρα και για τη μείωση του κινδύνου παραβίασης του ορίου αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου; 

Οι απεξαρτημένες από τον άνθρακα οικονομίες απαιτούν υψηλές και σταθερές τιμές ορυκτών καυσίμων 

Στο φόντο αυτής της αύξησης των τιμών των ορυκτών καυσίμων βρίσκεται η κλιματική κρίση και οι διεθνείς δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών ερίων του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με τα σενάρια της τελευταίας έκθεσης της IPCC (Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος), ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου απαιτεί οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να κορυφωθούν το αργότερο το 2025 και να ελαττωθούν κατά 43 τοις εκατό έως το 2030. Η Ε.Ε. δεσμεύτηκε για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητες το 2050 και υιοθέτησε τον στόχο μείωσης των καθαρών εκπομπών κατά 55 τοις εκατό έως το 2030. Το παράθυρο ευκαιρίας για αποφυγή της παραβίασης του ορίου των 1,5 βαθμών κλείνει σύντομα – δεν διαθέτουμε περισσότερα από οκτώ χρόνια για να σταματήσουμε τη μη αντιστρεπτή βλάβη από την κλιματική αλλαγή. 

Η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να λειτουργήσει με χαμηλές τιμές ορυκτών καυσίμων και χωρίς σημαντικές μεταβολές στη συμπεριφορά των πολιτών, των επιχειρήσεων, και του κράτους. Σε μια οικονομία της αγοράς, εξ’ ορισμού, οι υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων αποτελούν τους κύριους φορείς για αλλαγή χρήσης της ενέργειας και απεξάρτηση από τον άνθρακα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικές προσπάθειες για την αποτροπή των αυξήσεων στις τιμές των ορυκτών καυσίμων είναι άστοχες και αντιπαραγωγικές. 

Εάν η λογική της λειτουργίας της αγοράς είναι σωστή, οι επίμονα υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων πιθανότατα θα οδηγήσει τις μεταφορές και τη μεταποίηση προς την ενεργειακή απόδοση και την απεξάρτηση από τον άνθρακα, αυξάνοντας τη ζήτηση για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ομοίως, οι καταναλωτές θα άρχιζαν να αναζητούν προσιτές αλλά εξαιρετικά αποδοτικές δημόσιες συγκοινωνίες και, υπό την πίεση των τιμών, θα επέλεγαν λιγότερο ενεργοβόρους τρόπους ζωής. Οι υψηλές και σταθερές τιμές των ορυκτών καυσίμων είναι επίσης απαραίτητες για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να θεσπίσουν μακροπρόθεσμες στρατηγικές για τη μείωση των εκπομπών και του ενεργειακού περιεχομένου των προϊόντων και των υπηρεσιών τους. Όλες αυτές οι αλλαγές θα δημιουργούσαν έναν θετικό κύκλο ανατροφοδότησης αλλαγών μεταξύ της βιομηχανίας και των καταναλωτών, ο οποίος τελικά θα μεταμόρφωσε την οικονομία και την κοινωνία. 

Συνεπώς, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. δεν θα πρέπει να ασχολούνται με τη μείωση της τιμής των ορυκτών καυσίμων, αλλά με την αποτροπή της εκ νέου πτώσης των τιμών σε επίπεδα που δίνουν το μήνυμα στο μήνυμα στη βιομηχανία και στους καταναλωτές ότι δεν χρειάζονται αλλαγές συμπεριφοράς. Ο μακροπρόθεσμος στόχος της πολιτικής θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ενός βαθμού σταθερότητας σήματος τιμής, που είναι απαραίτητη για να αποκτήσουν δυναμική οι προσαρμοστικές διαδικασίες στην οικονομία. 

Αφήστε τις τιμές των ορυκτών καυσίμων να εκτιναχθούν 

Είναι, επομένως, απαραίτητο να δούμε πέρα​από τα άμεσα προβλήματα που θέτει η τρέχουσα ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός και να αναζητήσουμε μια αντιστοιχία μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων και πολιτικών. Στο άμεσο μέλλον, οι τιμές των ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να αφεθούν στην αγορά, ενώ οι κυβερνητικές πολιτικές θα πρέπει να επικεντρωθούν στις αρνητικές συνέπειες του πληθωρισμού που προκαλείται από την ενέργεια στα νοικοκυριά. 

Η κυβέρνηση θα πρέπει να αποζημιώνει τα νοικοκυριά για το επιπλέον κόστος ζωής, αλλά να μην παρεμβαίνει στο κόστος μετακίνησης με ατομικά μέσα που μεταφοράς που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα. Οποιαδήποτε αύξηση των τιμών της ενέργειας εξαπλώνεται επίσης άνισα σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Η αντιπληθωριστική πολιτική πρέπει συνεπώς να καθορίζει ποιες πτυχές του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού επιθυμεί να προστατεύσει. Το κόστος θέρμανσης, ψύξης και διατροφής αποτελούν τα βασικά στοιχεία του υλικού βιοτικού επιπέδου που θα πρέπει να εξασφαλίσει το κράτος. Ενώ μέχρι τώρα είχαμε την τάση να βλέπουμε αυθαίρετες χρηματικές ενισχύσεις, τα συστήματα αποζημίωσης που βασίζονται στις πραγματικές ενεργειακές απαιτήσεις των νοικοκυριών θα αποτελούσαν πιο αποτελεσματικές απαντήσεις. 

Το εθνικό κόστος θέρμανσης για τα νοικοκυριά μπορεί να υπολογιστεί από τη μηνιαία κατανάλωση φυσικού αερίου που απαιτείται για τη θέρμανση ενός μέσου χρήσιμου χώρου κατοικίας σε θερμοκρασία, για παράδειγμα, 21 βαθμών Κελσίου, υπολογιζόμενη με βάση τον πενταετή μέσο όρο των εξωτερικών θερμοκρασιών στους μήνες που συνήθως απαιτούν θέρμανση. Με τον ίδιο τρόπο, μπορεί κανείς να υπολογίσει την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που ψύχει τον ίδιο χώρο, για παράδειγμα, στους 26 βαθμούς Κελσίου τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη ξεκίνησαν την εκθετική τους ανάπτυξη τον Σεπτέμβριο του 2021 και εναπόκειται στους φορείς χάραξης πολιτικής να αποφασίσουν ποιες από τις αυξήσεις που σημειώθηκαν στο κόστος θέρμανσης πληρούν ήδη τις προϋποθέσεις για αποζημίωση. Αφού καθοριστεί μια βασική τιμή, το κράτος θα αποζημιώσει το 80% της αύξησης του κόστους θέρμανσης/ψύξης για τον μέσο χώρο κατοικίας. Ο λόγος της ελλιπούς κάλυψης του κόστους έγκειται στην υποκίνηση των νοικοκυριών να εξορθολογήσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση και να επενδύσουν στην ενεργειακή απόδοση των κατοικιών. 

Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης για το επιπλέον κόστος διατροφής, η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει εθνικές τιμές για το καλάθι τροφίμων που να αναφέρονται στον «μηνιαίο προϋπολογισμό που απαιτείται για επαρκή πρόσληψη τροφής από τρία νοικοκυριά αναφοράς (αποτελούμενα από παιδιά και άτομα του ενεργού πληθυσμού, με καλή υγεία, χωρίς αναπηρίες και που ζουν στην πρωτεύουσα).» Ξεκινώντας από μια βασική τιμή, οι εθνικές κυβερνήσεις θα αντιστάθμιζαν πλήρως τις αυξήσεις στα ειδικά καλάθια τροφίμων τους. 

Το επιπλέον μηνιαίο κόστος θέρμανσης/ψύξης και διατροφής θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με έκπτωση φόρου στο ατομικό εισόδημα των εργαζομένων κι ένα έκτακτο συμπλήρωμα σύνταξης για τους συνταξιούχους. Ένας πολίτης θα πληρούσε τις προϋποθέσεις για έκπτωση φόρου προσκομίζοντας πιστοποιητικό ιδιοκτησίας ακινήτου ή συμφωνητικό ενοικίασης στην εφορία. Όσον αφορά τις εκπτώσεις φόρου για τα τρόφιμα, αυτές θα εφαρμόζονται αυτόματα σε όλους τους φορολογούμενους και θα περιλαμβάνουν επιπλέον επίδομα για τα παιδιά. Οι υπολογισμοί του κόστους και των πληρωμών γίνονται σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση, ανάλογα με τις τεχνικές και διοικητικές δυνατότητες του κράτους. Εάν μια κυβέρνηση επέλεγε ένα καθολικό σύστημα αποζημίωσης, η κοινωνική δικαιοσύνη θα ενσωματωνόταν εν μέρει μέσω των διαφορών στο πραγματικό κόστος θέρμανσης σε σύγκριση με τον μέσο όρο του χώρου κατοικίας αναφοράς. Αν υποτεθεί ότι τα πλουσιότερα νοικοκυριά έχουν μεγαλύτερες από τον μέσο όρο κατοικίες και τα φτωχότερα μικρότερες, τα πλουσιότερα νοικοκυριά θα λάμβαναν μικρότερη αποζημίωση, ενώ τα φτωχότερα θα λάμβαναν μεγαλύτερη αποζημίωση από το πραγματικό τους κόστος. 

Εάν η Ε.Ε. επιθυμεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά μια γρήγορη ενεργειακή μετάβαση, πρέπει να εξασφαλίσει ένα σωστό μήνυμα για την τιμή των ορυκτών καυσίμων στην αγορά.

Επισημαίνεται ότι αντίθετα από τις μειώσεις του ΦΠΑ ή την αύξηση του κατώτατου ορίου για τον φόρο εισοδήματος, η εν λόγω πολιτική είναι ουδέτερη όσον αφορά τα έσοδα του προϋπολογισμού και η αποζημίωση προς τις οικογένειες δεν είναι αυθαίρετη, αλλά εξαρτάται από τον πληθωρισμό και βασίζεται σε πραγματικές αξίες. Ωστόσο, θα συνεπαγόταν αύξηση των κρατικών δαπανών, ουσιαστικά και σε παρατεταμένη βάση – όπως θα δούμε παρακάτω. 

Διατηρώντας τις τιμές των ορυκτών καυσίμων σε υψηλά επίπεδα στη μεταβατική εποχή 

Αυτή η βραχυπρόθεσμη πολιτική αποζημιώσεων πρέπει να τοποθετηθεί στο μακροπρόθεσμο πλαίσιο του κλίματος και να συμπληρωθεί με μέτρα που λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη για ταχεία απεξάρτηση από τον άνθρακα και ενεργειακή μετάβαση. 

Εάν η Ε.Ε. επιθυμεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά μια γρήγορη ενεργειακή μετάβαση, πρέπει να εξασφαλίσει ένα σωστό μήνυμα για την τιμή των ορυκτών καυσίμων στην αγορά. Το ουσιαστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η απόσυρση των επιδοτήσεων από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Οι χώρες της Ε.Ε. δαπάνησαν 56 δισεκατομμύρια ευρώ στις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων το 2019, με 15 κράτη να δαπανούν περισσότερα για ορυκτά καύσιμα παρά για πράσινη ενέργεια. Η κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα θα αποκάλυπτε το πραγματικό κόστος παραγωγής πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου και πιθανότατα θα μείωνε τις κερδοσκοπίες και την αστάθεια των τιμών στις ενεργειακές αγορές. 

Στο επόμενο βήμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εφαρμόσει έναν κοινό φόρο άνθρακα αντί της τρέχουσας ποικιλίας φόρων που διαστρεβλώνουν τους ίσους όρους ανταγωνισμού. Ο φόρος άνθρακα θα μπορούσε να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, αφού προηγουμένως ανακοινωθεί η ετήσια δυναμική, μέχρι ένα μέγιστο ποσοστό, το οποίο καθιερώνεται ως ισχυρό κίνητρο για τη βιομηχανία ώστε να εισαγάγει τεχνολογικές προσαρμογές και για τα νοικοκυριά να αλλάξουν τη χρήση ενέργειας και τις συνήθειες μεταφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, οι τιμές των ορυκτών καυσίμων θα διατηρούνταν μόνιμα υψηλές και θα αυξάνονταν με προβλέψιμη δυναμική, ενώ ταυτόχρονα θα αποφεύγονταν η αντιπαραγωγική αστάθεια των τιμών και προς τις δύο κατευθύνσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί η «διαρροή άνθρακα» ή ο αθέμιτος ανταγωνισμός από χώρες με χαμηλά πρότυπα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η Ε.Ε. έχει ήδη υιοθετήσει τον Συνοριακό Μηχανισμό Προσαρμογής Άνθρακα που ορίζει μια τιμή άνθρακα στις εισαγωγές προϊόντων στοχευμένης επιλογής, η οποία στο μέλλον μπορεί να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει όλα τα βιομηχανικά προϊόντα. 

Δυστυχώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε την αντίθετη απόφαση στις 8 Ιουνίου, και απέρριψε σχέδια για τροποποίηση του Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών της Ε.Ε. για συμπερίληψη του άνθρακα από μεταφορές και τις κατασκευές. Οι προτάσεις θα αφαιρούσαν επίσης τις τρέχουσες εξαιρέσεις στο σύστημα εμπορίας άνθρακα για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Μια άλλη αλλαγή θα είχε εισαγάγει ένα ταμείο κοινωνικού κλίματος ώστε τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος να βοηθηθούν στην πληρωμή βελτιώσεων στην ενεργειακή απόδοση. 

Ένα τέτοιο ταμείο είναι απαραίτητο, αφού η φορολογία του άνθρακα είναι επιβαρυντική και επηρεάζει τους κατοίκους της μεσαίας τάξης των προαστίων δυσανάλογα συγκριτικά με τους εύπορους κατοίκους των μητροπολιτικών κέντρων. Όσο αυξάνεται ο φόρος άνθρακα, οι επιπτώσεις του στα ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού μπορεί να αποδειχθούν πολιτικά αφόρητες. Με τις επίμονα υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων, το κόστος διατροφής είναι βέβαιο ότι θα αυξάνεται έως ότου οι τομείς των μεταφορών και της γεωργίας απελευθερωθούν σε μεγάλο βαθμό. Η ενεργειακή φτώχεια πλήττει ήδη από 50 έως 125 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη την Ευρώπη, και ένας φόρος άνθρακα θα αύξανε σημαντικά αυτούς τους αριθμούς. 

Επομένως, ο φόρος άνθρακα πρέπει να συνοδεύεται από κατάλληλα προνοιακά μέτρα. Εδώ η πολιτική που έχει σχεδιαστεί βραχυπρόθεσμα – αποζημίωση των νοικοκυριών για το επιπλέον κόστος ζωής υπό το σοκ των τιμών της ενέργειας – μεταφέρεται συστημικά σε ένα σχέδιο κοινωνικής προστασίας κατά την πιο εκτεταμένη ενεργειακή μεταβατική περίοδο. Αυτό το σύστημα θα πρέπει πάντα να περιλαμβάνει μείωση των τιμών στα μέσα μαζικής μεταφοράς στο ελάχιστο, παρέχοντας παράλληλα μια πολύ ευρύτερη και πιο αποτελεσματική υπηρεσία, σε σύγκριση με το παρόν. Η διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης περιλαμβάνει τη μετάβαση από τα ατομικά μέσα μεταφοράς στις μαζικές δημόσιες συγκοινωνίες, αστικές και υπεραστικές. Για τον σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να εξασφαλίσει κεφάλαια για επενδύσεις που είναι απαραίτητες για τη μεταμόρφωση των τρεχουσών, βασισμένων στο πετρέλαιο υποδομών ατομικών μεταφορών, για όλα τα μέλη της Ε.Ε. Είναι μάλλον παράλογο να περιμένουμε ότι περίπου 249 εκατομμύρια αυτοκίνητα στην Ε.Ε. θα αντικατασταθούν με ηλεκτρικά οχήματα. Θα ήταν μια τεράστια σπατάλη πόρων, ενέργειας και πρώτων υλών όπως το κοβάλτιο, το λίθιο και τα στοιχεία σπάνιων γαιών. Οι πόλεις μας και τα δίκτυα υπεραστικών μεταφορών θα πρέπει τότε να προσαρμοστούν στις ανάγκες των μαζικών δημόσιων συγκοινωνιών, οι οποίες θα απαιτήσουν σημαντικές επενδύσεις για μια μεγάλο χρονική περίοδο. 

Τελικά, τα έσοδα από υπάρχοντες ή νεοεισαχθέντες ενεργειακούς φόρους και πολιτικές τιμολόγησης άνθρακα θα ελαττωθούν, φτάνοντας στο μηδέν, λόγω της διάβρωσης της φορολογικής βάσης καθώς οι πολιτικές λειτουργούν αποτελεσματικά. Αυτό απαιτεί αναθεώρηση ολόκληρου του φορολογικού συστήματος και τη σταδιακή εισαγωγή της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία έχει ως στόχο «να μετατοπίσει το βάρος της φορολογίας από τις παραγωγικές δραστηριότητες στους ρύπους». Με την πάροδο του χρόνου, η οικολογική φορολογική μεταρρύθμιση θα επεκταθεί στη χρήση ενέργειας και στο υλικό περιεχόμενο προϊόντων και υπηρεσιών αντί της εργασίας, ωθώντας έτσι την ενεργειακή και υλική απόδοση στην πρώτη γραμμή του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος και προωθώντας την πλήρη απασχόληση. 

Ο ρόλος του επιχειρηματικού τομέα στην ενεργειακή μετάβαση 

Ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος των επιχειρήσεων σε αυτήν τη μετάβαση; Οι επιχειρήσεις μπορούν να διατηρούν το δικαίωμα να λειτουργούν ικανοποιώντας κοινωνικές απαιτήσεις. Περιμένουμε από αυτές να υπηρετούν την κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Ο νομπελίστας Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς (Joseph E. Stiglitz) δήλωσε ότι «ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους το περιβάλλον μας βρίσκεται σε τόσο επισφαλή κατάσταση είναι ότι οι εταιρείες δεν έχουν, από μόνες τους, ανταποκριθεί στις κοινωνικές τους ευθύνες. Το 2019, μόνο το 15 τοις εκατό από τις 500 κορυφαίες εταιρείες του κόσμου σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τους αξίας ευθυγραμμίζονταν με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Επομένως, το επιχείρημα του Στίγκλιτς ότι «χωρίς αποτελεσματικούς κανονισμούς και πραγματικό τίμημα για τη ρύπανση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι (οι επιχειρήσεις) θα συμπεριφέρονται διαφορετικά από ό,τι συμπεριφέρονταν μέχρι τώρα» ευθυγραμμίζεται με την πολιτική εισαγωγής φόρου άνθρακα και καθορισμού πραγματικής τιμής για τα ορυκτά καύσιμα. Η κοινωνία χρειάζεται έναν επιχειρηματικό τομέα προσανατολισμένο στο πλαίσιο μιας καθοδηγούμενης από την κυβέρνηση «οικονομίας της αποστολής», που πληρώνει το δίκαιο μερίδιο των φόρων που του αναλογεί. Δεν χρειαζόμαστε επιχειρηματίες αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων που επενδύουν σε ιδιωτικά διαστημικά προγράμματα – υπάρχουν πιο επείγουσες προτεραιότητες στη Γη. 

Η κοινωνία χρειάζεται επιχειρήσεις που κατανοούν την κλιματική κρίση και είναι πρόθυμες να συνεισφέρουν προληπτικά στην εξεύρεση λύσεων, όπως αυτές που συγκεντρώνονται κάτω από την ομπρέλα του Παγκόσμιου Επιχειρηματικού Συμβουλίου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Μπορούν να συμμετάσχουν σε κυβερνητικά προγράμματα για το κλίμα και την ενέργεια και να επωφελούνται από την άμεση χρηματοδότηση. Χρειαζόμαστε τον επιχειρηματικό τομέα, αλλά η κυβέρνηση θα πρέπει να ευνοήσει εκείνους τους παράγοντες που είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να παίξουν στον μετα-νεοφιλελεύθερο κόσμο. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του ινστιτούτου ΜακΚίνσεϊ (McKinsey), η ενεργειακή μετάβαση θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε κέρδη περίπου 200 εκατομμυρίων και σε απώλεια περίπου 185 εκατομμυρίων άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας παγκοσμίως μέχρι το 2050. Η Ε.Ε. θα πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει τις καθαρές θέσεις εργασίας που χάνονται μέσω δημόσιων επενδύσεων κι ενός πυκνότερου δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αντιμετωπίζει ήδη αυτό το ζήτημα. 

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν αφελές να περιμένουμε ότι όλες οι επιχειρήσεις θα συνεργαστούν στην ενεργειακή μετάβαση. Για παράδειγμα, πέντε μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες ξόδεψαν 1 δισεκατομμύριο δολάρια για άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων για το κλίμα, κατά των κανονισμών που σχετίζονται με τη Συμφωνία του Παρισιού, ενώ οι μεγαλύτερες 60 τράπεζες του κόσμου έχουν παράσχει 3,8 τρισεκατομμύρια δολάρια ως χρηματοδότηση σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων ορυκτών καυσίμων των εταιρειών ενέργειας στην Ε.Ε. θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρακτική απάντηση πολιτικής. Θα έθετε υπό άμεσο κρατικό έλεγχο τόσο το κόστος παραγωγής, τις εκπομπές, όσο και τα έσοδα και έτσι θα βοηθούσε στη διαχείριση της ενεργειακής μετάβασης, λειτουργικά και οικονομικά. Στο ίδιο πνεύμα, οι ηγέτες της Ε.Ε. θα πρέπει να θέσουν το ερώτημα, ποια είναι η κοινωνική συνεισφορά των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών γενικά και στην ενεργειακή μετάβαση ειδικότερα; 

Όλα πρέπει να αλλάξουν… 

Η ενεργειακή μετάβαση δεν μοιάζει με τις «δομικές αλλαγές» και τις μεταβάσεις που έχουμε βιώσει παλαιότερα. Όπως το έθεσε η Ντανιέλα Γκάμπορ (Daniela Gabor), έχει τη δυνατότητα να επαναφέρει «τις κυβερνήσεις, μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής (φορολόγησης και δαπανών), στη θέση του οδηγού». Η ενεργειακή μετάβαση συνεπάγεται αδιάκοπες δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογία και στο κράτος πρόνοιας για την εξασφάλιση της κοινωνικής σταθερότητας. Αυτό είναι απαραίτητο για έναν τόσο ευρείας κλίμακας και άνευ προηγουμένου κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να στραφούν από τους τρέχοντες δημοσιονομικούς περιορισμούς με επίκεντρο τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε προϋπολογισμούς με συγκεκριμένη αποστολή που βασίζονται σε νέες ιδέες, όπως η Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία και δημιουργούν έναν ενεργό και τολμηρό κυβερνητικό ρόλο. Η κλιματική κρίση δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τα παρωχημένα και άτολμα μέσα άσκησης πολιτικής που χαρακτήρισαν την ατυχή νεοφιλελεύθερη περίοδο. 

Η εφαρμογή όλων αυτών των πολιτικών δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Πολλοί άγνωστοι και δυσκολίες βρίσκονται μπροστά μας και εμποδίζουν τη σωστή πρόβλεψη. Οι πολιτικές θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να προσαρμοστούν στη διαδικασία της μάθησης και του κοινωνικού διαλόγου. Ποια είναι η εναλλακτική λύση για την Ε.Ε.; Να αφήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια μέχρι η επόμενη ύφεση να μειώσει την τιμή του πετρελαίου στα 30 αμερικανικά δολάρια το βαρέλι και μετά να αρχίσουμε να μιλάμε ξανά για ενεργειακή μετάβαση;2