Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι μια ευκαιρία για να έχουν περισσότεροι άνθρωποι μερίδιο συμμετοχής στο ενεργειακό σύστημα. Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες και οι συνεταιρισμοί αποτελούν πηγές πλούτου και θέσεων εργασίας και παραδείγματα δημοκρατίας στην πράξη. Ο Πάου Ριθ Γκιξ (Pau Ruiz Guix) εξετάζει ένα συνεταιριστικό μοντέλο που συσπείρωσε δεκάδες χιλιάδες πολίτες γύρω από την υπεράκτια αιολική ενέργεια στην Κοπεγχάγη. Με τη σωστή υποστήριξη από τις κυβερνήσεις και την Ε.Ε., οι κοινότητες σε όλη την Ευρώπη μπορούν να βρίσκονται στην καρδιά ενός βιώσιμου ενεργειακού συστήματος. 

Στα τέλη του 20ου αιώνα σημειώθηκε σημαντική άνοδος των τοπικών εταιρικών σχέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη και καθαρή ενέργεια. Ενώ πολλές εταιρικές σχέσεις έδωσαν έμφαση στη συμμετοχή και την ένταξη, η υποχώρηση του κράτους και η αντικατάστασή του από μη εκλεγμένους, ιδιωτικούς φορείς περιθωριοποίησαν επίσης πολλές κοινότητες. Οι εταιρικές σχέσεις ήταν άλλωστε αποτέλεσμα ιδιωτικοποιήσεων σε τομείς όπως η ενέργεια από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Πολλές κοινότητες βρήκαν την ευκαιρία να αυτοοργανωθούν. Μέσω της ίδρυσης οργανώσεων υπό την καθοδήγηση της κοινότητας και χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων υπό την κυριότητας της κοινότητας, οι ομάδες πολιτών μπόρεσαν να συνεργαστούν με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς σε ισότιμη βάση. Μεταξύ των περίπου 2400 ενεργειακών συνεταιρισμών της Ευρώπης, περιλαμβάνονται πρωτοποριακά παραδείγματα όπως το EWS Energy στη Γερμανία, το Enercoop στη Γαλλία, το Middleground στη Δανία, το E-Werk στην Ιταλία, το Energy4All στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Ecopower στο Βέλγιο. 

Οι ενεργειακές κοινότητες θα είναι καθοριστικές για την επιτυχία της μετάβασης της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από άνθρακα ευθύνεται για το 30 τοις εκατό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως. Για να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της, η Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει να μειώσει τις εκπομπές της κατά τουλάχιστον 40 τοις εκατό έως το 2030 και να αυξήσει το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε τουλάχιστον 32 τοις εκατό. Το υπεράκτιο αιολικό πάρκο της Κοπεγχάγης, το Middleground (το μεγαλύτερο αιολικό πάρκο στον κόσμο που αναπτύχθηκε από μια εταιρική σχέση υπό την καθοδήγηση της κοινότητας) αναδεικνύει το πόσο σημαντικοί μπορούν να είναι οι συνεταιρισμοί στη μετάβαση σε ένα βιώσιμο ενεργειακό σύστημα. 

Πόλεις, βιωσιμότητα, συνεργασίες 

Η παγκοσμιοποίηση και η αστικοποίηση έχουν κάνει τις πόλεις το κέντρο της παραγωγικότητας, της καινοτομίας και του πλούτου. Οι πόλεις αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο περίπου το 80 τοις εκατό της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής και το 55 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού (ανέρχεται στο 75 τοις εκατό στην Ευρώπη). Οι πόλεις ευθύνονται για το 70 τοις εκατό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τα δύο τρίτα της κατανάλωσης ενέργειας παγκοσμίως. Η αστική βιωσιμότητα είναι επομένως το κλειδί για τον αγώνα μας κατά της κλιματικής αλλαγής και για πιο βιώσιμες και ανθεκτικές κοινωνίες. Το 66 τοις εκατό των ευρωπαϊκών πόλεων έχουν θεσπίσει σχέδια για το κλίμα και το 82 τοις εκατό έχουν θέσει στόχους μείωσης των εκπομπών. 

Η αστική βιωσιμότητα εξαρτάται όχι μόνο από τη «συμμετοχή» των κοινοτήτων στη μετάβαση, αλλά και από τον καθορισμό των όρων και τη συμμετοχή τους. Η βιώσιμη ανάπτυξη εννοείται γενικά ως η ικανοποίηση των αναγκών του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους. Η βιωσιμότητα, από την άλλη πλευρά, είναι μια ευρεία και εξελισσόμενη κατασκευή που αψηφά έναν καθολικά αποδεκτό ορισμό. Αντί για ένα σύνολο ιδανικών, η βιωσιμότητα θα πρέπει να είναι «ριζωμένη» στην πράξη, να εξαρτάται από το πλαίσιο και να τίθεται σε εφαρμογή από ορισμένους φορείς με καθορισμένα κίνητρα και ενδιαφέροντα – κάτι που φαίνεται πιο ξεκάθαρα σε αστικά περιβάλλοντα, όπου είναι ευκολότερο να εντοπιστούν οι φορείς και να οριοθετηθούν συμφέροντα. 

Η πολύπλοκη φύση της βιωσιμότητας την καθιστά εφικτή μόνο μέσω της αναγνώρισης αλληλεξαρτήσεων και εταιρικών σχέσεων. Οι συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών τύπων φορέων —είτε δημόσιους, ιδιωτικούς είτε με την κοινωνία των πολιτών— καθιστούν δυνατές τις συλλογικές αποφάσεις, μέσω επίσημων και προσανατολισμένων στη συναίνεση διαδικασιών για την επίτευξη κοινών στόχων, χωρίς να αποθαρρύνονται από την πολυπλοκότητα, τις συγκρούσεις ή τις κοινωνικές αλλαγές. 

Οι προκλήσεις των συνεργασιών στον 21ο αιώνα 

Οι εταιρικές σχέσεις έχουν διάφορες μορφές: από πρωτοβουλίες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, έως ΜΚΟ που καλύπτουν τα κενά που αφήνει το κράτος, και φορείς για την ενδυνάμωση της κοινότητας. Ως μορφή, οι εταιρικές σχέσεις στον 21ο αιώνα μπορούν να θεωρηθούν το παράδειγμα συνεργασίας του αιώνα που φέρνει υποσχέσεις και προκλήσεις. 

Στην πράξη, η έμφαση στον συνεργατικό σχεδιασμό και τη ρητορική της εταιρικής σχέσης ενθάρρυνε μια μετατόπιση από το παραδοσιακό πλαίσιο της κυβέρνησης και της χάραξης πολιτικής — από τη «κυβέρνηση» στη «διακυβέρνηση». Ενώ οι εκλεγμένες αρχές κάποτε εφάρμοζαν τις πολιτικές από την κορυφή προς τα κάτω, το νέο παράδειγμα συνεργασίας χαρακτηρίζεται από την κατανομή εξουσιών, ευθυνών και πόρων μεταξύ της τοπικής αυτοδιοίκησης, του ιδιωτικού τομέα και της κοινωνίας των πολιτών. Αυτή η μετάβαση συνδέεται με ευρύτερες διαδικασίες, όπως η παγκοσμιοποίηση και η φιλελευθεροποίηση. 

Καθώς τα πλαίσια νομιμότητας και λογοδοσίας είναι πλέον λιγότερο σαφή, τα αυξανόμενα δημοκρατικά ελλείμματα έχουν «μπαλωθεί» με μια ρητορική ενδυνάμωσης, ένταξης και συνεργασίας.

Αυτά τα νέα οργανωτικά πρότυπα θέτουν προκλήσεις τόσο για τη βιωσιμότητα όσο και για τη δημοκρατία, και τη διακυβέρνηση. Μέσω μιας κεντρικά ενορχηστρωμένης διαδικασίας κρατικής αναδιάρθρωσης, το κράτος ηγήθηκε της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου τομέα. Οι υπηρεσίες που κάποτε διοικούνταν από γραφειοκράτες πλέον εποπτεύονται από μια νέα μορφή ελιτίστικης διαχείρισης, από μη εκλεγμένες υπηρεσίες. Αυτή η αναδιάρθρωση της διακυβέρνησης, της παροχής και της χρηματοδότησης των δημόσιων υπηρεσιών έχει περιγραφεί ως «αποκρατικοποίηση του κράτους». Έχει θολώσει» τις παραδοσιακές γραμμές μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. 

Καθώς τα πλαίσια νομιμότητας και λογοδοσίας είναι πλέον λιγότερο σαφή, τα αυξανόμενα δημοκρατικά ελλείμματα έχουν «μπαλωθεί» με μια ρητορική ενδυνάμωσης, ένταξης και συνεργασίας. Ωστόσο, οι φορείς στον ιδιωτικό τομέα συχνά αποτυγχάνουν να οικοδομήσουν τον συμβιβασμό και προσκολλώνται σε νεοφιλελεύθερες αρχές που δίνουν προτεραιότητα στους οικονομικούς στόχους και παραγκωνίζουν τη συμμετοχή της κοινότητας. Ωστόσο, δίνεται ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στη διαβούλευση με τις κοινότητες και τους χρήστες υπηρεσιών για την οικοδόμηση εταιρικών σχέσεων και την ιδιωτικοποίηση της παροχής δημόσιων υπηρεσιών. Ωστόσο, η διαδικασία παραμένει συγκεντρωτική στον σχεδιασμό, στην ερμηνεία και στην υλοποίηση. Η πραγματική επανεξισορρόπηση των σχέσεων εξουσίας και η εστίαση του δημόσιου συμφέροντος μπορεί να επιτευχθεί όταν οι κοινότητες αποκτήσουν εξουσία σε τέτοιες διαδικασίες. 

Το υπεράκτιο αιολικό πάρκο του Middleground 

Οι πόλεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της κατανάλωσης ενέργειας στην Ευρώπη. Πολλοί ηγέτες είναι υπέρμαχοι ενός ριζικού μετασχηματισμού των ενεργειακών συστημάτων και ζήτησαν από τους πολίτες να διαμορφώσουν ένα μέλλον αποκεντρωμένης και ανανεώσιμης ενέργειας. Με στόχο να αποτελέσει την πρώτη ουδέτερη ως προς τον άνθρακα πόλη στον κόσμο έως το 2025, η πρωτεύουσα της Δανίας, Κοπεγχάγη, και το υπεράκτιο αιολικό πάρκο του Middleground ξεχωρίζουν. 

Αποτελούμενο από 20 ανεμογεννήτριες 3 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, το υπεράκτιο αιολικό πάρκο του Middleground είναι το μεγαλύτερο αιολικό πάρκο στον κόσμο που αναπτύχθηκε από μια εταιρική σχέση υπό την καθοδήγηση της κοινότητας. Το έργο δεν αποτελεί μόνο παράδειγμα του τι είναι δυνατό όταν υπάρχει βούληση για απανθρακοποίηση (απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές) της ενέργειας μέσω της αιολικής τεχνολογίας και μιας υποστηρικτικής κυβέρνησης, αλλά δείχνει επίσης πώς μπορεί να επιτευχθεί η κοινοτική επιρροή. 

Το Middleground εξετάστηκε για πρώτη φορά ως πιθανή τοποθεσία για υπεράκτιες ανεμογεννήτριες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά δρομολογήθηκε μόνο όταν ενεπλάκη η ένωση πολιτών, και το Γραφείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Κοπεγχάγης. Το Γραφείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Κοπεγχάγης συγκάλεσε ομάδα εργασίας το 1996 και υπέβαλε πρόταση στις τοπικές και κρατικές αρχές αργότερα το ίδιο έτος. Σε συνεργασία με την Copenhagen Energy —η οποία είχε μεγαλύτερους πόρους και εμπειρία στην αιολική τεχνολογία— ο συνεταιρισμός υπέβαλε αίτηση για έγκριση το φθινόπωρο του 1996.

Για να βοηθήσει την ομάδα εργασίας να πλοηγηθεί στο σύστημα, συγκροτήθηκε επίσημα ως Συνεταιρισμός Ανεμογεννητριών του Middleground το 1997. Καθώς ο συνεταιρισμός δεν είχε ούτε οικονομικούς πόρους ούτε εμπειρία στην πρόσβαση σε κεφάλαια κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης του έργου, επέτρεψε στους ανθρώπους να προπαραγγείλουν μετοχές στο αιολικό πάρκο. Μετά την υποβολή αίτησης για στήριξη από το κράτος και την Ε.Ε., έλαβε 680.000 ευρώ από τον Οργανισμό Ενέργειας της Δανίας. Το ποσό που συγκεντρώθηκε επαρκούσε για τη σύσταση του συνεταιρισμού αλλά όχι και για τη φάση της έρευνας καθαυτή. Πραγματοποιήθηκαν δύο δημόσιες ακροάσεις το 1997 και το 1998 για την αντιμετώπιση ζητημάτων σχετικά με το περιβάλλον, την ηχορύπανση, και την αισθητική. Η διοργάνωση αυτών των ακροάσεων ήταν αποτέλεσμα της κατανόησης από τη μεριά του Συνεταιρισμού ότι η συμμετοχή της κοινότητας ήταν απαραίτητη για την ανάπτυξη δημόσιας στήριξης στην κατασκευή ανεμογεννητριών σε τόσο μικρή απόσταση από την Κοπεγχάγη. Οι δημόσιες ακροάσεις ήταν ένας περαιτέρω δίαυλος για την ακρόαση των διαφορετικών απόψεων της κοινότητας και από τη στιγμή που (αρχικά απρόθυμοι) ξένοι οργανισμοί εντάχθηκαν στο έργο, οι αντιρρήσεις που παρέμεναν κατά την τελική ακρόαση το 1999 ήταν λίγες. Το έργο εγκρίθηκε το 1999 και η κατασκευή του ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Την ίδια χρονιά πουλήθηκε κάθε μετοχή του Συνεταιρισμού. Η κατασκευή ξεκίνησε το 2001. 

Οικοδομώντας κοινοτική επιρροή 

Η εταιρική σχέση του έργου Middleground δείχνει πώς οι κοινότητες μπορούν να μοχλεύσουν πραγματική ισχύ σε εταιρικές σχέσεις και να ηγηθούν της βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης. Μέρος αυτής της επιτυχίας εξαρτιόταν από δύο είδη κεφαλαίων που προσέφερε η κοινότητα της Κοπεγχάγης: το χρηματοοικονομικό και το κοινωνικό κεφάλαιο. 

Ο συνεταιρισμός δεν ήταν μόνο επιτυχημένος ως δομή για να διοχετεύει διαφορετικές φωνές, να κερδίζει την εμπιστοσύνη, και να λογοδοτεί, αλλά έγινε επίσης ενεργός οικονομικός εταίρος. Οι κοινότητες σπάνια μπόρεσαν να συνεισφέρουν οικονομικά σε εταιρικές σχέσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Σε πολλές περιπτώσεις, η «κοινότητα» γίνεται απλώς ένα από τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν για να προχωρήσει το έργο. Με 40.500 μετοχές αξίας 567 ευρώ η καθεμία και που ανήκουν σε 8.500 μετόχους (ιδιώτες, εταιρείες, συνδικαλιστικές οργανώσεις και ΜΚΟ), ο συνεταιρισμός θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει το 50 τοις εκατό του έργου. Με την κεφαλαιοποίηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων υπό την κυριότητας της κοινότητας για ένα ενιαίο, συγκεκριμένο έργο, ο συνεταιρισμός χτίστηκε ως μια τοπική επιχείρηση με ένα ευρύ δίκτυο δεσμών και συνδέσεων με τους κατοίκους, αποφεύγοντας την έλλειψη εκπροσώπησης, την απογοήτευση, και την αποστασιοποίηση. Η αξία της τοπικής γνώσης συχνά υποτιμάται στις κοινοτικές εταιρικές σχέσεις. Ωστόσο, οι κοινότητες γνωρίζουν τι θα λειτουργήσει και τι δεν θα λειτουργήσει στις περιοχές και το πλαίσιό τους, γνωρίζουν τα υπάρχοντα κοινωνικά δίκτυα και τρόπους ενίσχυσής τους. Ως εκ τούτου, είναι πολύτιμες για τον σχεδιασμό, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και τη λήψη των υπηρεσιών. Στο έργο Middleground, ο συνεταιρισμός αντιμετώπισε πολλαπλούς αποκλεισμούς αξιοποιώντας τοπικές δεξιότητες, παρέχοντας απασχόληση, διατηρώντας τον πλούτο στην κοινότητα και δίνοντας στους πολίτες μερίδιο τόσο στη δημιουργία όσο και στη χρήση μιας δημόσιας υπηρεσίας. Ο συνεταιρισμός και οι μέτοχοί του ήταν απαραίτητοι για την έναρξη του έργου (και τώρα στην παρακολούθηση και τη συντήρηση) και μπόρεσαν να έρθουν σε επαφή, μέσω τοπικών δικτύων, με περισσότερα από 50.000 άτομα που ενημέρωσαν για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του αιολικού πάρκου. 

Η αξία της τοπικής γνώσης συχνά υποτιμάται στις κοινοτικές εταιρικές σχέσεις. Ωστόσο, οι κοινότητες γνωρίζουν τι θα λειτουργήσει και τι δεν θα λειτουργήσει στις περιοχές και το πλαίσιό τους, γνωρίζουν τα υπάρχοντα κοινωνικά δίκτυα και τρόπους ενίσχυσής τους.

Οφέλη και προκλήσεις 

Ενώ οι εταιρικές σχέσεις υπό την καθοδήγηση της κοινότητας καθιστούν δυνατή τη γνήσια κοινοτική ισχύ και επιρροή στις εταιρικές σχέσεις αστικής βιωσιμότητας, εξακολουθούν να εγείρουν τουλάχιστον δύο ερωτήματα σχετικά με την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου και την ποιότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη. 

Το πρώτο ερώτημα αφορά το αν οι εταιρικές σχέσεις υπό την καθοδήγηση της κοινότητας και οι δημόσιες υπηρεσίες υπό την κυριότητα της κοινότητας επιλύουν το πρόβλημα της «αποκρατικοποίησης του κράτους» που έχει θολώσει τους ρόλους και τις ευθύνες των δημόσιων και ιδιωτικών παραγόντων. Θα μπορούσαν ή θα έπρεπε αυτοί οι τύποι εταιρικών σχέσεων να αντικαταστήσουν αυτό που θεωρούμε παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης; Εξακολουθούν να συνεπάγονται την ιδιωτικοποίηση αυτού που είναι, τελικά, μια δημόσια υπηρεσία που εξυπηρετεί μια κοινότητα μεγαλύτερη από αυτούς που συμμετέχουν στη διαχείρισή τους και που εισπράττουν τα έσοδα; Απαιτείται ένα ελάχιστο επίπεδο κρατικής υποστήριξης για την επιτυχή ανάπτυξή τους; Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τους 8500 μετόχους όσο και την ευρύτερη κοινότητα που μπορούν να προσεγγίσουν, σε ποια έκταση αυτή η εταιρική σχέση επιλύει ζητήματα συναινετικού σχεδιασμού, δημοκρατίας και εκπροσώπησης στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών; 

Όπως το έθεσε ο Μπαν Κι Μουν (Ban Ki-Moon), οι συνεταιρισμοί «εναρμονίζονται καλύτερα με τις τοπικές ανάγκες και βρίσκονται σε καλύτερη θέση ώστε να λειτουργήσουν ως κινητήρες τοπικής ανάπτυξης». Πράγματι, οι συνεταιρισμοί συμβάλλουν στον περιορισμό της υπερβολικής, ολιγοπωλιακής ισχύος στην αγορά που μπορεί να καθορίσει υψηλότερες τιμές ή να προσφέρει προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας. Μειώνουν την ασύμμετρη πληροφόρηση, προστατεύοντας τα μέλη του συνεταιρισμού που είναι επίσης καταναλωτές. Δίνοντας προτεραιότητα στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες, μπορούν να αποδεχτούν χαμηλότερα κέρδη. Επιταχύνουν την υιοθέτηση της βιώσιμης ενέργειας παράγοντας εμπιστοσύνη και κατατοπιστική επικοινωνία. Η πολιτική οικονομολόγος και βραβευμένη με Νόμπελ Έλινορ Όστρομ (Elinor Ostrom) περιγράφει τους συνεταιρισμούς ως μία από τις καλύτερες λύσεις διακυβέρνησης για τη διαχείριση των κοινών αγαθών. Βοηθούν στον περιορισμό των παραδοσιακών προβλημάτων που συνδέονται με τη μονοπωλιακή, ιδιωτική ανάπτυξη και προάγουν τη συλλογική επιρροή στη διαχείριση των κοινών αγαθών σε αυτό που ονομάζεται «ενεργειακή δημοκρατία». Δεδομένων όλων αυτών των πλεονεκτημάτων, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί γιατί οι συνεταιρισμοί δεν είναι πιο διαδεδομένοι. Η απάντηση οφείλεται κυρίως σε εμπόδια όπως η περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια και γη, οι ισχυροί μονοπωλιακούς ανταγωνιστές και οι δυσμενείς κυβερνητικές ρυθμίσεις. 

Θέτοντας τις ευρωπαϊκές κοινότητες στο επίκεντρο της ενεργειακής πολιτικής 

Η αστική βιωσιμότητα αποτελεί το κλειδί για τη συνολική βιώσιμη μετάβαση της Ευρώπης – και τα έργα αειφόρου ενέργειας υπό την καθοδήγηση και την κυριότητα της κοινότητας διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Στις 25 Φεβρουαρίου 2015, η δέσμη μέτρων της Ενεργειακής Ένωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οραματιζόταν μια Ενεργειακή Ένωση «με τους πολίτες στον πυρήνα της, όπου οι πολίτες θα αναλαμβάνουν την ευθύνη της ενεργειακής μετάβασης, θα επωφελούνται από τις νέες τεχνολογίες για να μειώσουν τους λογαριασμούς τους, θα συμμετέχουν ενεργά στην αγορά και όπου οι ευάλωτοι καταναλωτές προστατεύονται». 

Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ο οδικός χάρτης της Ευρώπης για τη μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομία) που προτάθηκε πρόσφατα τονίζει ότι «η ενεργός συμμετοχή του κοινού και η εμπιστοσύνη στη μετάβαση είναι υψίστης σημασίας για να λειτουργήσουν και να γίνουν αποδεκτές οι πολιτικές». Προτείνει μια Δέσμη μέτρων για την Καθαρή Ενέργεια για την υποστήριξη των κοινοτικών επενδύσεων και της ιδιοκτησίας της αειφόρου ενέργειας μέσω ανανεώσιμων ενεργειακών κοινοτήτων και ενεργειακών κοινοτήτων πολιτών. Η εμπειρία στις ευρωπαϊκές χώρες έχει δείξει ότι η ανάπτυξη των ενεργειακών συνεταιρισμών συμπίπτει με την ανάπτυξη προγραμμάτων στήριξης. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στην αρχική και κρίσιμη υποστήριξη που έλαβε ο Συνεταιρισμός Middleground της Κοπεγχάγης από τον Οργανισμό Ενέργειας της Δανίας. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη τουλάχιστον τρία ζητήματα στο νομικό της πλαίσιο για να υποστηρίξει με τον καλύτερο τρόπο τις αειφόρου ενέργειας εταιρικές σχέσεις υπό την καθοδήγηση και την κυριότητα της κοινότητας. 

Πρώτον, οι κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και οι κατευθυντήριες γραμμές για την ενέργεια θα πρέπει να αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ενεργειακές κοινότητες που δραστηριοποιούνται στις εθνικές αγορές ενέργειας, και να διασφαλίζουν ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση σε προγράμματα υποστήριξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ότι δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε διαγωνισμούς και δημοπρασίες υπέρ των μεγαλύτερων εμπορικών φορέων της αγοράς. 

Δεύτερον, το επενδυτικό σχέδιο της Ε.Ε., InvestEU, θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στις τοπικές προσπάθειες που είναι υπό την καθοδήγηση της κοινότητας στη βιώσιμη μετάβαση και να αντιμετωπίσει τα σημαντικά οικονομικά εμπόδια για τη σύσταση αυτών των συνεταιρισμών. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων πρέπει να βρει καλύτερους τρόπους για να υποστηρίξει μικρότερα, αποκεντρωμένα έργα. 

Τρίτον, η νομοθεσία της Ε.Ε. για τις δημόσιες συμβάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει κριτήρια που να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή των τοπικών πολιτών μέσω τέτοιων νέων οργανωτικών μορφών. 

Οι εταιρικές σχέσεις υπό την καθοδήγηση της κοινότητας και οι δημόσιες υπηρεσίες υπό την κυριότητα της κοινότητας έχουν δημιουργήσει μια θέση για τις κοινότητες στο όραμα για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια βιώσιμη Ευρώπη. Στην ενεργειακή μετάβαση, είναι και θα είναι ιδιαίτερα σημαντικοί εταίροι. Η πορεία προς μια πράσινη Ε.Ε. απαιτεί να υπάρχουν μηχανισμοί για την υποστήριξή τους. Εάν η γεωπολιτική επιτροπή της Προέδρου της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (Ursula Von der Leyden) θέλει να ηγηθεί της κλιματικής αλλαγής και της βιωσιμότητας παγκοσμίως, θα πρέπει να ξεκινήσει πρωτοστατώντας στο εσωτερικό.